Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Φαρμακευτικά φυτά [μελέτη]

Όλοι οι πολιτισμοί, σε όλες τις ηπείρους ανέπτυξαν μαζί με την καλλιέργεια των φυτών για τη διατροφή τους και τη χρησιμοποίηση των θεραπευτικών τους ιδιοτήτων. 
Το σύνολο αυτών των γνώσεων, κατά έναν αξιοθαύμαστο τρόπο, διέσχισε τις χιλιετηρίδες, εμπλουτιζόμενο και διαφοροποιούμενο, χωρίς ποτέ να καταργείται στο σύνολό του.
 Η χρήση των ιδιοτήτων του οπίου που ....
προέρχεται από το φυτό Papaver somniferum, 4000 χρόνια πριν να μάθουμε να εξάγουμε από αυτό τη μορφίνη είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της διάρκειας αυτών των γνώσεων.
 Οι γνώσεις αυτές έμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα εμπειρικές, η πρόοδος όμως των σύγχρoνων επιστημών, όπως της οργανικής χημείας και της βιοχημείας, έκαμε πολλές από αυτές αναμφισβήτητες αλήθειες. 
Οι γνώσεις για τις θεραπευτικές δυνάμεις που έχει η Φύση χάνονται στα βάθη των αιώνων. Σύμπτωση ή ένστικτο, είχαν οδηγήσει στην ανακάλυψη θεραπευτικών φυτών που έφερναν στον άνθρωπο ανακούφιση από τους πόνους του. Τα ενεργά συστατικά των φυτών και οι φαρμακευτικές τους ικανότητες δεν ήταν όμως γνωστά από τα πολύ παλιά χρόνια. 
Οι τότε άνθρωποι μάλλον προσπαθούσαν να θεραπευτούν με τον μυστικισμό και τη μαγεία και η ιατρική περιοριζόταν στη θεραπεία των τραυμάτων. Ο μυστικισμός και η μαγεία εφαρμόζονταν στα ιερά του Ασκληπιού και των άλλων θεών-γιατρών, καθώς θεωρούνταν ότι η γνώση και η πρακτική της ιατρικής ήταν αποκλειστικά θεϊκά προνόμια. 
Ο Ασκληπιός, γιος του Απόλλωνα, ήταν ο πιο νέος από τους θεούς και του αφιέρωναν ειδικά διασκευασμένους ναούς στις πιο ευχάριστες τοποθεσίες, όπως είναι οι πηγές, οι όχθες των ποταμών ή τα ιερά άλση. 
Σ’ αυτά τα μέρη οι προσκυνητές αποζητούσαν με προσευχές και προσφορές τη θεραπεία για τις παθήσεις τους. Ο Ιπποκράτης έζησε περίπου από το 460 π.Χ. έως το 377 π.Χ., ήταν ο μεγαλύτερος θεραπευτής της αρχαιότητας και θεωρείται ο πατέρας της ιατρικής. Γεννήθηκε πιθανότατα στην Κω και ταξίδεψε πάρα πολύ, πριν εγκατασταθεί στο νησί και αρχίσει να εξασκεί και να διδάσκει την ιατρική. Δίδασκε επί πληρωμή και ήταν αρκετά διάσημος στην εποχή του, ώστε αναφέρεται ακόμα κι από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. 
Πέθανε στην Λάρισα, ενώ λίγα γνωρίζουμε γενικά γι’ αυτόν. Αυτό που είναι σχεδόν σίγουρο είναι ότι έγραψε αρκετά από τα 60 περίπου έργα που απαρτίζουν την Ιπποκρατική Συλλογή, αν και υπάρχει μια σχετική διαφωνία στο ποιά. 
Τα περισσότερα από αυτά τα έργα γράφτηκαν μεταξύ του 420 και του 350 π.Χ. περίπου και όλα μαζί βοηθούν στο να καθορίσουμε τις απαρχές της Δυτικής ιατρικής παράδοσης. Γραμμένα από πολλά χέρια και ενσωματώνοντας μία ποικιλία από στυλ και θεωρητικές τοποθετήσεις, τα Ιπποκρατικά έργα ασχολούνται με πολλές πλευρές της υγείας και των ασθενειών, συμπεριλαμβανομένων της διάγνωσης, της χειρουργικής, της υγιεινής και της θεραπευτικής. 
Ανάμεσα στις πιο σημαντικές Ιπποκρατικές ιδέες ήταν η πεποίθηση ότι η ασθένεια είναι ένα φυσικό γεγονός, παρά κάτι που προκαλείται από τους θεούς ή από υπερφυσικές δυνάμεις. 
Η Ιερή Αρρώστια, μια θεραπεία για την επιληψία, έλεγε ότι αυτή η τρομακτική ασθένεια απορρέει από φραγές στον εγκέφαλο. Το έργο Άνεμοι, Ύδατα, Τοπία εξέταζε τον ρόλο των περιβαλλοντικών συνθηκών στην πρόκληση ασθένειας τόσο στα άτομα όσο και στις επιδημίες σε μια κοινότητα. Επίσης πρόσφερε πολύ λογικές συμβουλές για τη στέγαση, την δόμηση μιας πόλης, το πόσιμο νερό και άλλους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την υγεία. 
Το έργο Επιδημίες παρουσίαζε μια ομάδα από προσεχτικές παρατηρήσεις σε περιπτώσεις επιδημιών. 
Οι Αφορισμοί ήταν συμπεράσματα πολλών παρατηρήσεων, δομημένα σε μια σειρά μικρών γενικεύσεων, οι οποίες χωρίς αμφιβολία χρησιμοποιούνταν στη διδασκαλία νέων μαθητών. 
Πρόσθετα Ιπποκρατικά έργα ασχολήθηκαν με την χειρουργική, τις γυναικολογικές ασθένειες και άλλες ειδικές πλευρές της ιατρικής πρακτικής. 
Τίποτα όμως δεν είναι πιο διάσημο από τον Όρκο, αν και αυτός σίγουρα δεν γράφτηκε από τον ίδιο τον Ιπποκράτη. Ο Όρκος παρείχε μια σύντομη σειρά από ηθικές καθοδηγητικές γραμμές για την αντιμετώπιση ασθενών και συναδέλφων. Σε μια χριστιανοποιημένη μορφή, δινόταν από νεαρούς απόφοιτους της Ιατρικής στον Μεσαίωνα και μετά, ενώ στο λαϊκό μυαλό είναι ακόμα συνδεδεμένος με υψηλές ηθικές αρχές της ιατρικής. 
Όμως η μεγαλύτερη προσφορά του Ιπποκράτη στην ανθρωπότητα είναι αναμφισβήτητα η απαλλαγή της ιατρικής από την επιρροή των φιλοσοφικών θεωριών και της μυθικής λατρείας των θεών. Με πολλή σοφία κατέταξε φυτά σε κατηγορίες ανάλογα με τις θεραπευτικές τους ιδιότητες και προσδιόρισε τη χρησιμότητά τους στις διάφορες αρρώστιες, σύμφωνα με τις διαγνώσεις που έκανε. 
Την κλασσική όμως θεωρία της θεραπείας με βότανα την χρωστάμε στον Θεόφραστο και την αποκορύφωσή της στα διδάγματα του Διοσκορίδη, ο οποίος είχε μελετήσει πάνω από 500 φυτά για τη δράση τους πάνω στις ασθένειες του ανθρώπινου σώματος. 
Στην «Περί Ύλης Ιατρικής» μελέτη του διακρίνει ήδη κανείς την κατάταξη των φυτών σύμφωνα με τις ενεργές ύλες και τις θεραπευτικές ικανότητες που έχει το καθένα. Από την άλλη, οι αρρώστιες του ανθρώπου που ξεχωρίζει ο Διοσκορίδης, ξεπερνούν τις 50, αρχίζοντας από τον πονοκέφαλο και καταλήγοντας στον ίκτερο, τις παθήσεις της σπλήνας, τις νεφρίτιδες και το έλκος του στομάχου. 
Για κάθε μια από αυτές τις αρρώστιες έχει μια κατάλληλη συνταγή. Το πιο αξιοθαύμαστο κατόρθωμα του Διοσκορίδη είναι ότι από την εποχή του είχε κιόλας αναγνωρίσει 500 φυτά ως θεραπευτικά, από τα 6.000 περίπου είδη που αναγνωρίζουμε σήμερα ως αυτοφυή στην Ελλάδα. 

H γνώση του Γαληνού, του Ιπποκράτη, του Θεόφραστου, του Διοσκορίδη, συνέχισε να μεταδίδεται από γενιά σε γενιά έως τις μέρες μας ακόμα. Ειδικά οι μεγάλες γενιές που ζουν στην ύπαιθρο και είναι σε επαφή με τη φύση, χρησιμοποιούν βότανα για πολλές ασθένειες ή για λόγους καλλωπισμού, παρά το γεγονός ότι σήμερα ο κλάδος της φαρμακευτικής είναι πολύ αναπτυγμένος. 
Βέβαια, τα φάρμακα είναι και αυτά παραγόμενα από φυσικές ύλες και ένα μεγάλο μέρος τους κατασκευάζεται από φυτικές ουσίες. Είναι λοιπόν σημαντικό να ερευνηθεί η παρουσία τέτοιων φαρμακευτικών φυτών στο νησί του Ιπποκράτη και το αποτέλεσμα είναι, ότι από τα 391 φυτά που απαντούν στην περιοχή μελέτης, βρέθηκαν 130 κατ’ εξοχήν φαρμακευτικά φυτά, τα οποία αναφέρονται παρακάτω. Στον κατάλογο που παρατίθεται, οι χρήσεις των φυτών που αναφέρονται, πολλές φορές δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές τους ιδιότητες, αλλά στο πώς χρησιμοποιούνταν παλιότερα, από τους αρχαίους χρόνους ακόμα.
 Γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει η χρησιμοποίηση τέτοιων φυτών να είναι πολύ προσεκτική και πάντα με υπεύθυνη συμβουλή από έμπειρο επιστήμονα. Άγαλμα του Ιπποκράτη Τελευταία υπάρχει ένα συνεχές ενδιαφέρον για τη θεραπευτική με φαρμακευτικά φυτά ή βότανα, τη φυτοθεραπεία ή βοτανοθεραπεία. 
Το φαινόμενο αυτό δεν είναι μόνο Ελληνικό αλλά μπορούμε να πούμε διεθνές. Βέβαια παντού διαπιστώνουμε, μαζί με τις τεράστιες οικολογικές καταστροφές του πλανήτη μας και μία προσπάθεια επιστροφής στη φύση και σε κάθε τι που είναι «φυσικό» και έχει μία προέλευση άμεση από τη φύση. Η ανάπτυξη όμως της φυτοθεραπείας μπορεί να αποδοθεί στους εξής λόγους: Κατ’ αρχήν η Ελλάδα με την ποικιλία των βιοτόπων της διαθέτει μια πολύ πλούσια χλωρίδα, άρα μια πρώτη ύλη άφθονη και ποικίλη. Ακόμη τα φυτά χρησιμοποιούνταν από την αρχαιότητα στη λαϊκή ιατρική κατά έναν εμπειρικό τρόπο. Σήμερα δεν συμβαίνει το ίδιο. 

Η θεραπευτική με τα φυτά επωφελήθηκε από τις τελευταίες προόδους της βιολογίας, της γεωπονίας, της χημείας και της φαρμακολογίας. Οι βοτανικοί έχουν απαριθμήσει και ταξινομήσει τα φυτά και, χάρη στις προσπάθειες των βιοσυστηματικών, στις περισσότερες περιπτώσεις γνωρίζουμε ποια είναι τα πιο ενδιαφέροντα είδη, ποιο όργανο, φύλλα, άνθος, καρπός, ρίζα ή βλαστός είναι το πιο δραστικό. Γνωρίζουμε τις πιο ευνοϊκές συνθήκες βλάστησης: στη σκιά ή τον ήλιο, σε ασβεστολιθικό ή πυριτικό υπόβαθρο σε περιοχή ξηρή ή υγρή. 
Γνωρίζουμε επίσης ποια είναι η πιο κατάλληλη στιγμή συλλογής των φυτών. Ακόμη χάρη στις σύγχρονες μεθόδους ανάλυσης γνωρίζουμε τις συνθήκες διατήρησης που επιτρέπουν να διατηρήσουμε τις αρχικές ιδιότητες του φυτού. Η φυτοθεραπεία λοιπόν σήμερα στηρίζεται στις περισσότερες περιπτώσεις σε σταθερές και επιστημονικά ελεγχόμενες βάσεις. Γνωρίζουμε του λοιπού ν’ αναγνωρίζουμε τις θεραπευτικές ιδιότητες ενός φυτού από τα χημικά στοιχεία που περιέχει. 
Πολλά από τα συστατικά των φυτών μπορούν σήμερα ν’ αναπαραχθούν συνθετικά, αυτό όμως δεν ισχύει πάντοτε. Ακόμα ορισμένα συνθετικά προϊόντα έχουν παραχθεί ημισυνθετικά χάρη στα φυτά που περιέχουν τις πρόδρομες φυτικές ουσίες. 
Τέλος, η φυτική δρόγη είναι ένα «ζωντανό προϊόν» που είναι καλύτερα ανεκτό από τον οργανισμό από τις καθαρά συνθετικές ουσίες. Έτσι η φυτοθεραπευτική, παρά το μακρύ δρόμο που ακολούθησε, δεν βρίσκεται σήμερα στο τέλος της, είναι πάντοτε επίκαιρη και ο φυτικός κόσμος εξακολουθεί ν’ αποτελεί σημαντική πηγή για την ανακάλυψη καινούριων φαρμακευτικών ουσιών. 
3.3.1. Αναπτυξιακές προτάσεις σχετικά με την φαρμακευτική χλωρίδα 
Η πλούσια φαρμακευτική χλωρίδα της Κω σε συνδυασμό με την πλούσια ιστορική ιατρική παράδοση δίνουν ένα μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα στο νησί για τη διεκδίκηση και δημιουργία μιας σύγχρονης υποδομής η οποία μπορεί να εξελιχθεί και ν’ αποτελέσει τη βάση για μεγάλες εκπαιδευτικές και ερευνητικές μονάδες ως και προγράμματα κατάρτισης. 
Δημιουργώντας σε πρώτη φάση ένα Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και Φαρμακευτικών Φυτών το οποίο θα ονομάζεται «Ιπποκράτειο», θα μπορεί αφ’ ενός να αξιοποιηθεί η παράδοση, αφ’ ετέρου να δημιουργηθεί η πρώτη υποδομή για: - προγράμματα εκπαιδευτικής κατάρτισης, - δημιουργία Ινστιτούτου Φαρμακευτικών Φυτών, - δημιουργία Πανεπιστημιακού Τμήματος Φαρμακευτικής με κατεύθυνση την έρευνα επί των φαρμακευτικών ιδιοτήτων των φυτών, - ανάπτυξη του εκπαιδευτικού και οικολογικού τουρισμού. 
Το προτεινόμενο «Ιπποκράτειο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας», το οποίο θα έχει μια συνολική επιφάνεια 750 m2 περίπου, θα πρέπει να κτιστεί σε μια έκταση τεσσάρων τουλάχιστον στρεμμάτων για να μπορεί να παίξει τον πολυδιάστατο ρόλο του και να έχει δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης. Το κτίριο αυτό θα διαθέτει στο ισόγειό του: - δύο εκθεσιακούς χώρους, - αίθουσα διαλέξεων και προβολών, - παρασκευαστήριο, - γραφεία, - αποθήκη, - αναψυκτήριο και χώρους υγιεινής. 
Η ερευνητική ομάδα επεξεργάστηκε τα σχέδια του κτιρίου το οποίο θα περιλαμβάνει και βοηθητικούς χώρους, υπόγειο κλπ. 
Η πρόταση διαρρύθμισης έλαβε υπόψη καθαρά λειτουργικά δεδομένα στη δε εμφάνιση και αισθητική, η προσπάθεια έγινε για να συνδυασθούν η λειτουργικότητα με την παράδοση. Κατωτέρω δίδεται ένας κατάλογος με φαρμακευτικά φυτά που καταγράφηκαν στην περιοχή, οι ουσίες που περιέχουν και οι ιδιότητές τους. 
Ο κατάλογος αυτός είναι ενδεικτικός, θα μπορούσε να συμπληρωθεί με περισσότερα είδη. Όταν αργότερα θα συμπληρωθεί η οργάνωση του Μουσείου το οποίο στο προσωπικό του θα περιλαμβάνει βιολόγους και φαρμακοποιούς, θα μπορέσει να ολοκληρωθεί το έργο τόσο της συλλογής όσο και ενδεχομένως της έρευνας επί της φαρμακευτικής χλωρίδας του νησιού. Πιστεύουμε ότι η πρόταση αυτή μπορεί να χρηματοδοτηθεί από Ευρωπαϊκά Προγράμματα (π.χ. Interreg κ.ά.) και θα αποτελέσει πόλο έλξης για το Δήμο Δικαίου. 

3.3.2. Κατάλογος φαρμακευτικών φυτών της περιοχής - Φαρμακευτικά φυτά και αποδιδόμενες ιδιότητες 
Κατωτέρω δίνονται οι φαρμακευτικές ιδιότητες ορισμένων εκ των φαρμακευτικών φυτών της περιοχής (60 περίπου): Acanthus mollis L. (κ. Μουτσούνα, τσουλαδίτσα, μουτρέρα, απόρακας, άκανθα.) (Εικ. 1). Βιότοπος: Κυρίως σε υγρά μέρη. Φαρμακευτικές ιδιότητες: Ορεκτικό, διουρητικό, χολαγωγό, μαλακτικό, κατά της διάρροιας, κατά τσιμπημάτων, κατά των ερεθισμών, προληπτικό κατά της φυματίωσης. Συστατικά-ουσίες: Ανόργανα άλατα, βλεννώδεις ουσίες, σάκχαρα, ταννίνες, πικρές ουσίες. 
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Ο Βιτρούβιος μας λέει για τα κορινθιακά κιονόκρανα πως εμπνεύσθηκαν από ένα φύλλο ακάνθου που αγκάλιαζε ένα καλάθι πάνω σ’ ένα κορινθιακό τάφο. Αυτό παρακίνησε τον γλύπτη Καλλίμαχο, που φημιζόταν για την ακρίβεια και την τελειότητα της τεχνικής του, να σκαλίσει το μοτίβο στην πέτρα. 
Τα κορινθιακά κιονόκρανα έχουν σχήμα κάλυκα, που το κάτω μέρος του περιβάλλεται από φύλλα ακάνθου σε δυο σειρές. Δημιουργείται έτσι ένας σύνδεσμος μεταξύ της κολώνας και του επιστυλίου που παρουσιάζει την ίδια προοπτική απ’ όλες τις γωνίες. 
Η προέλευση αυτού του διακοσμητικού στοιχείου φαίνεται και από την άκανθο που φυτρώνει δίπλα σ’ ένα κορινθιακό κιονόκρανο στην Αγορά της Αθήνας. Ο άκανθος έχει χρησιμοποιηθεί και σε άλλα φυτικά μοτίβα, καθώς αντιπροσωπεύει θαυμάσια την αιωνιότητα των κύκλων της βλάστησης. Adiantum capillus-veneris L. (κ. Kόμη της Αφροδίτης, πολυτρίχι.) (Εικ. 2) 
Βιότοπος: Βρίσκεται σε υγρούς σκιερούς βράχους κοντά σε ρυάκια και πηγές, καθώς και σε υγρές σπηλιές. Φαρμακευτικές ιδιότητες: Αντιβηχικό, αποχρεμπτικό, εμμηναγωγό, μαλακτικό, κατά της βρογχίτιδας, του κρυολογήματος και της καταρροής, τονωτικό των μαλλιών. 
Συστατικά-ουσίες: Φλαβονοειδή, προανθοκυανιδίνες, γαλλικό οξύ, ταννίνη, αιθέρια έλαια, εστέρας υδροξυκινναμικού οξέος. 
Anacamptis pyramidalis (L.)L.C.Richard (κ. Σαλέπι.)
Βιότοπος: Βραχώδη και πετρώδη μέρη σε θαμνότοπους, ξέφωτα δασών και ελαιώνες. Φαρμακευτικές ιδιότητες: Στην παιδιατρική, σε διάρροιες και ερεθισμό του βλεννογόνου του παχέος και απηυθυσμένου εντέρου.
Συστατικά-ουσίες: Μαννόζη, άμυλο, λευκωματούχες ουσίες, κυτταρίνη, σάκχαρα, ίχνη λιπαρών ουσιών, ίχνη τρυγικού οξέος, κουμαρίνη. Χαρακτηριστικά-ιστορία:
Όπως αναφέρουν ο Θεόφραστος και ο Διοσκορίδης, οι κόνδυλοι του σαλεπιού χρησιμοποιούνται σαν τροφή. Η διάδοση των κονδύλων ως και η ονομασία οφείλεται στους Άραβες.
Η ονομασία προέρχεται από το σχήμα, που στα αραβικά αποδίδεται με τις λέξεις Chusjata salab, που σημαίνουν «όρχις της αλεπούς». Οι ορχιδέες χρησιμοποιούνταν ως αφροδισιακό φάρμακο, γιατί πιστευόταν από το λαό, ότι εκείνοι που έτρωγαν σαλέπι γεννούν αρσενικά παιδιά, γι’ αυτό λέγεται και «σερνικοβότανο».
Κατά το Διοσκορίδη μάλιστα, ο ζωηρός κόνδυλος είναι «αρρενογόνος», ενώ ο μικρότερος και συνήθως μαραμένος είναι «θηλυγόνος».
Arbutus unedo L. (κ. Κουμαριά.) (Εικ. 3)
Βιότοπος: Μακκία και δάση . Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά της αιμόπτυσης, της αιματουρίας, της αιμορραγίας της μήτρας, της διάρροιας, της λευκόρροιας, του χρόνιου βρογχίτη, των χρόνιων παθήσεων των νεφρών και της κύστεως, κατά της καταρροής, διουρητικό, αντιφλογιστικό, αντισηπτικό, αντιπυρετικό, στυπτικό.
Συστατικά-ουσίες: Γαλλικό και ταννικό οξύ, ρητίνη, κόμμι, άλατα, πηκτίνη κτλ. Artemisia arborescens L. (κ. Αψιθιά, πισιδιά, μελιτίνη.)
 Βιότοπος: Παλιά χωράφια .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Τονωτικό του πεπτικού συστήματος, εμμηναγωγό, διουρητικό, αντιπυρετικό και ανθελμινθικό, κατά των ρευματισμών, κατά του διαβήτη. Επίσης κατά της επιληψίας, της ανορεξίας, των χολολιθιάσεων, της δυσπεψίας και παθήσεων του συκωτιού και της χολής.
Εξωτερικώς είναι αντισηπτικό.
Συστατικά-ουσίες: Ταννίνη, σαπωνίνη, αψινθίνη, ματρικίνη. Asparagus acutifolius L. (κ. Σπαράγγι.) Βιότοπος: Σε ξηρά βραχώδη μέρη, σε μακκία, φρύγανα, θαμνώνες και φράχτες, περιστασιακά σε πευκοδάση.
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Διουρητικό, αντιβηχικό, αντιρευματικό, κατά της ουρηθρίτιδας. Συστατικά-ουσίες: Φλαβονοειδή, στεροειδείς σαπωνίνες, ασπαραγίνη, φυτικό λεύκωμα.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Το άγριο σπαράγγι οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν διακοσμητικό φυτό και ήταν αφιερωμένο στην θεά Αφροδίτη. Ένας μύθος λέει ότι η Περιγούνη, κόρη του ληστή Σίνη, κρύφτηκε στον Ισθμό της Κορίνθου μέσα σ’ ένα σπαράγγι όταν ο Θησέας τη ζήτησε σε γάμο, αφού είχε νικήσει τον πατέρα της. Οι Βοιωτοί με τη σειρά τους στόλιζαν τις νύφες στους γάμους με κλαριά σπαραγγιού.
Ο Διοσκορίδης και ο Θεόφραστος θεωρούσαν το άγριο σπαράγγι σπουδαίο λαχανικό, όπως και σήμερα ακόμα τα τρυφερά βλαστάρια του τρώγονται ως σαλάτα.

Capparis spinosa L. (κ. Κάππαρη.) (Εικ. 4) Βιότοπος: Ασβεστολιθικοί βράχοι και γκρεμοί, βραχώδες έδαφος σε φρύγανα και εγκαταλελειμμένα μέρη .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Αντισκορβουτικό, διουρητικό, αποχρεμπτικό, εμμηναγωγό, τονωτικό, κατά των ρευματισμών, των παραλύσεων, των πονόδοντων, των παθήσεων του συκωτιού και της σπλήνας, κατά του αρθρίτη.
Συστατικά-ουσίες: Ρουτίνη και ρουτινικό οξύ, πεντοζάνη, σαπωνίνη.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Στην αρχαιότητα η κάππαρη τρωγόταν όπως και σήμερα, σε σαλάτες και σάλτσες.
Ο Διοσκορίδης μάς άφησε μια λεπτομερή περιγραφή για την κάππαρη, στην οποία όμως έκανε και ένα λάθος. Συγχέει τον καρπό με το μπουμπούκι, γιατί αυτό το τελευταίο είναι, που πριν ανοίξει, γίνεται τουρσί.
Ο Αθήναιος αναφέρει την κάππαρη σε έξι σημεία του βιβλίου του και βάζει το φιλόσοφο Ζήνωνα να ορκίζεται σε αυτήν, όπως ο Σωκράτης ορκιζόταν στον σκύλο. Ο ποιητής Αντιφάνης αναφέρει την κάππαρη στον κατάλογό του των μπαχαρικών, μαζί με το αλάτι, το ξύδι, το θυμάρι, το σουσάμι, την μαντζουράνα και τις ελιές.
Capsella bursa-pastoris (L.) Medicus (κ. Το δισάκι του μοναχού, αγριοκαρδαμούδα.)
Βιότοπος: Εγκαταλελειμμένο και διαταραγμένο έδαφος και ανοιχτά μέρη σε φρύγανα. Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά της αρρυθμίας και της καρδιακής ανεπάρκειας, της υπέρτασης και της υπότασης, των ρινορραγιών, πληγών, εγκαυμάτων, δηλητηριάσεων, νευραλγίας, στυπτικό, τονωτικό, αιμοστατικό.
Συστατικά-ουσίες: Καρδιοενεργητικά στεροειδή, σινιγρίνη, φλαβονοειδή: ρουτίνη, παράγωγα του καφφεϊκού οξέος: χλωρογενικό οξύ, τανίνη, σαπωνίνη, μαλικό οξύ, κιτρικό οξύ, οξικό οξύ, φουμαρικό οξύ, τυραμίνη, χολίνη.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Κυρίως θεωρούνταν αιμοστατικό. Κατά τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτό το φυτό, για ν’ αντικαταστήσει πιο επικίνδυνα, τοξικά φυτά. Στη Γαλλία χρησιμοποιήθηκε για τη θεραπεία μητρορραγιών.
Centaurea cyanus L. (κ. Κενταύριο.) Βιότοπος: Σε χωράφια με δημητριακά, σε εγκαταλελειμμένο, χέρσο και καλλιεργούμενο έδαφος, δίπλα σε δρόμους.
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Μαλακτικό των εντέρων, καθαρτικό, διουρητικό, ρύθμιση της λειτουργίας των αδένων, αντιπυρετικό, αντιβακτηριακό, κατά των πρησμένων βλέφαρων, κατά των ερεθισμών.
Συστατικά-ουσίες: Ανθοκυάνες, κενταυροκυανίνη, φλαβονοειδή, ταννίνες, γλυκοσίδια.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Το όνομα προέρχεται από τον Κένταυρο Χείρωνα, διδάσκαλο του Αχιλλέα και σοφό γιατρό. Η παράδοση θέλει το φυτό να είναι αντισηπτικό των μπλε ματιών, ενώ το Plantago των καστανών ματιών.

Cichorium intybus L. (κ. Ραδίκι, πικραλίδα.) Βιότοπος: Καλλιεργούμενο και εγκαταλελειμμένο έδαφος και σε φρύγανα .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Τονωτικό, διεγείρει την όρεξη, καθαρτικό σε παθήσεις του δέρματος, αντιπυρετικό, κατά της δυσπεψίας, της χολολιθίασης, χολοκυστίτιδας, κεφαλαλγίας, φαρυγγίτιδας. Συστατικά-ουσίες: Λακτόνες, παράγωγα του καφφεϊκού οξέος: κιχορικό οξύ, χλωρογενικό οξύ, ισοχλωρογενικό οξύ, υδροξυκουμαρίνες: ουμπελιφερόνη, φλαβονοειδή, polyynes.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν το πικρό ραδίκι σαν πολύ ωφέλιμο για την υγεία. Τα νέα φύλλα βράζονται και σήμερα ακόμα και τρώγονται με λάδι και ξύδι ως σαλάτα. Ο Διοσκορίδης εκτιμά τις διουρητικές ιδιότητες του φυτού, που είναι ωφέλιμο και για το στομάχι. Το ραδίκι αναφέρεται ακόμα σε ένα πάπυρο της 4ης π.Χ. χιλιετηρίδας και παρέμεινε σε όλη την αρχαιότητα σαν ένα πολύτιμο θεραπευτικό χόρτο. Σε μερικά μέρη της Ευρώπης, από τη ρίζα του φυτού φτιάχνουν ένα υποκατάστατο του καφέ (chicorèe).

Cistus creticus L. ssp. creticus (κ. Λαδανιά, λάδανο, αλάδανος, λουβιδιά.) (Εικ. 5)
Βιότοπος: Φρύγανα, μακκία και ανοιχτά δάση . Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά της κολίτιδας, κατά της δυσπεψίας, κατά παθήσεων του δέρματος.
Συστατικά-ουσίες: Λάβδανο, ταννίνες, γλυκοσίδια.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: To λάβδανο ή λάδανο όπως λέγεται αλλιώς, είναι το ρετσίνι που βγαίνει από τη λαδανιά και χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα στην αρωματοποιΐα. Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν το ρετσίνι αυτό σαν θυμίαμα αλλά και σε διάφορες αλοιφές. Γινόταν διάκριση ανάμεσα σε διάφορες ποιότητες και θεωρούσαν καλύτερο αυτό που προερχόταν από την Κύπρο.
Ο Ηρόδοτος εκφράζει την απορία του για τον τρόπο που μάζευαν το λάδανο στην Αραβία, γιατί, αν και μυρίζει ωραία, προέρχεται από ένα βρωμερό μέρος, δηλαδή τα γένια του τράγου.
Ο Διοσκορίδης δίνει μια λεπτομερή περιγραφή για τον τρόπο συλλογής του λάδανου: η έκκριση του φυτού κολλά στα γένια και στα πόδια των τράγων και των κατσικιών όταν βόσκουν και από ‘κει μαζεύεται και ζυμώνεται για να πάρει την τελική μορφή του.
Στο Μεσαίωνα, το μάζεμα του ρετσινιού από το Cistus creticus γινόταν με ένα είδος τσουγκράνας εφοδιασμένης με δερμάτινες λουρίδες. Στις λουρίδες αυτές κολλούσε το λάβδανο, το οποίο μαζευόταν ύστερα με ξύσιμο, για την τελική επεξεργασία.
Η δουλειά αυτή γινόταν στις ζεστές μεσημεριάτικες ώρες, γιατί μόνο τότε γίνεται ρευστό το ρετσίνι.

Clematis vitalba L. (κ. Κληματσίδα, αγράμπελη.) Βιότοπος: Σε δάση και φράχτες, σε παλιά κτίρια. Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά των ελκών, ασθενειών των ανδρικών γεννητικών οργάνων, των πληγών που αργούν να επουλωθούν και κατά των ημικρανιών. Συστατικά-ουσίες: Σαπωνίνες, πρωτοανεμωνίνες: ρανουνκουλίνη.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Οι περικοκλάδες ήταν περιζήτητες για τα στεφάνια των αρχαίων. Η δε κληματσίδα, σαν πρώτο ανοιξιάτικο λουλούδι, ανήκει μαζί με το κλήμα, τον κισσό και τη σμίλακα (αρκουδόβατο), στα φυτά του Διονύσου που φοριόνταν στις Διονυσιακές πομπές.

Coridothymus capitatus (L.) Reichenb fil (κ. Θυμάρι, θρούμπι, μελιτζίνη, φινοκάλι, φοκάλι.) (Εικ. 6) Βιότοπος: Ένας από τους πιο συνήθεις νανώδεις θάμνους των φρυγάνων, εισβάλλοντας συνήθως σε εγκαταλελειμμένες περιοχές, χωράφια και αμμοθίνες, αλλά συνήθως απουσιάζει από υπερβασικά υποστρώματα .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Αντισηπτικές, αντισπασμωδικές, ανθελμινθικές, αντιβηχικές, αποχρεμπτικό, διουρητικό, ευστόμαχο. Συστατικά-ουσίες: Αιθέριο έλαιο, θυμόλη, καρβακρόλη, τερπενικοί υδρογονάνθρακες, τρι-τερπενικά οξέα, καφεϊκό οξύ, λουτεολίνη, τρι-τερπενικές σαπωνίνες. Crataegus monogyna Jacq. (κ. Μουμουτζελιά, μουρτζιά, τρικουκιά.) (Εικ. 7)
Βιότοπος: Ξέφωτα σε δάση, σε φράχτες, δίπλα σε δρόμους και πάνω σε βραχώδεις πλαγιές.
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά της διάρροιας, αντιπυρετικό, αντισπασμωδικό, τονωτικό της καρδιάς, κατά του πονόλαιμου, των ενοχλήσεων της εμμηνόπαυσης και της αϋπνίας και των εξάψεων του νευρικού συστήματος, κατά της καρδιακής ανεπάρκειας, της δυσπεψίας, της μηνορραγίας, της αρτηριοσκλήρωσης.
Συστατικά-ουσίες: Φλαβονοειδή, Ο-γλυκοσίδια, προανθοκυανιδίνες, βιογενείς αμίνες.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Ήταν διατροφικό στοιχείο για τους προϊστορικούς ανθρώπους, όπως αποδεικνύεται από τα πολυάριθμα κουκούτσια που βρέθηκαν σε προϊστορικούς οικισμούς. Οι καρποί του χρησιμοποιούνται από μακρού για τις αντισηπτικές και διουρητικές τους ιδιότητες. Η απόδειξη των καρδιοτονωτικών τους ιδιοτήτων οφείλεται σε εργασίες Αμερικανών επιστημόνων.

Cupressus sempervirens L. (κ. Κυπαρίσσι.) Βιότοπος: Βραχώδες έδαφος . Φαρμακευτικές ιδιότητες: Αντιβηχικό, κατά της βρογχίτιδας, των ψύξεων της κεφαλής, της κυστίτιδας, της αιμορραγίας, φλεγμονών του δέρματος και των ματιών. Συστατικά-ουσίες: Άλφα - πινένια, D-καμφένια, D-σιλβεστρένια, p-κυμένια, L-καδινένια, κεδρόλη, τερπινενόλη-4, τερπινεόλη, ακετυλικοί και ισοβαλεριανυλικοί μονοτερπενικοί εστέρες. Χαρακτηριστικά-ιστορία: Το ξύλο του κυπαρισσιού χρησιμοποιούνταν κυρίως στην ναυπηγική, στο χτίσιμο ναών και για σαρκοφάγους. Το σπίτι του Οδυσσέα ήταν φτιαγμένο από ξυλεία κυπαρισσιού.
Ο Θεόφραστος αναφέρει ξυλεία κυπαρισσιού που είχε αποθηκευτεί επί τέσσερις γενιές για να χρησιμοποηθεί στις πόρτες του μεγάλου ναού της Εφέσσου. Τα κείμενα των νόμων του Σόλωνα ήταν χαραγμένα σε πλακίδια επίσης από ξύλο κυπαρισσιού.
Το δέντρο αυτό όμως είχε και εξαιρετική θέση στην θρησκεία. Το ιερό δάσος της κρητικής Ρέας ήταν δάσος από κυπαρίσσια. Κυπαρίσσια φύτρωναν και έξω από τη σπηλιά της Ίδης, όπου γεννήθηκε ο Ζευς. Όπως μας λέει ο Οβίδιος, το κυπαρίσσι προήλθε από τη μεταμόρφωση του Κυπάρισσου από την Κέα, ενός αγαπημένου αγοριού του Απόλλωνα, που χωρίς να το θέλει είχε σκοτώσει ένα νεαρό ελάφι και μεταμορφώθηκε σε δέντρο για να γλυτώσει από τη θλίψη του. Από τότε το κυπαρίσσι θεωρείται σαν πένθιμο δέντρο και φυτεύεται μέχρι σήμερα στα νεκροταφεία.
Το κυπαρίσσι, με την αξία που έχει το ξύλο του, είναι και προίκα των κοριτσιών. Σε ορισμένα νησιά φυτεύεται ακόμα και σήμερα ένα κυπαρίσσι με τη γέννηση ενός κοριτσιού.
Το δέντρο αυτό δίνει το κατάρτι για το καΐκι του νέου ζεύγους, όταν το κορίτσι φθάσει σε ηλικία να παντρευτεί. Το πολύ ανθεκτικό ξύλο του κυπαρισσιού ήταν όμως και η αιτία που στην Κρήτη, όπου σχηματίζονταν εκτενή δάση από κυπαρίσσια, έγινε αντικείμενο σπάταλης εκμετάλλευσης για πολλές χιλιάδες χρόνια και γίνονταν εξαγωγές τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα, όσο και στην Αίγυπτο. Από μια διαταγή της Γερουσίας της Βενετίας του 1414 που απαγόρευε την εξαγωγή ξυλείας κυπαρισσιού, συμπεραίνουμε ότι η καταστροφή των δασών στην Κρήτη είχε πάρει απειλητικές διαστάσεις από τον Μεσαίωνα.
Daphne oleoides Schreber (κ. Χαμολιά.) (Εικ. 8)
Βιότοπος: Σε βραχώδη ορεινά οικοσυστήματα, θαμνώνες και ανοιχτά δάση. Φαρμακευτικές ιδιότητες: Καθαρτικό. Συστατικά-ουσίες: Διτερπένια: παράγωγα δαφνάνης, δαφνετοξίνη. Daucus carota L. (κ. Καρότο.) Βιότοπος: Διαταραγμένο και καλλιεργούμενο έδαφος και σε βοσκοτόπια .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Kατά των καρκινωμάτων, της δυσπεψίας, των διαταραχών από τη διατροφή σε παιδιά, σε δερματολογικές καταστάσεις όπως φωτοδερμάτωση και χρωστικές ανωμαλίες, κατά των παρασίτων του εντέρου, κατά των εξογκωμάτων και των πρηξιμάτων, κατά των αρθριτικών και των ρευματισμών, καθαρτικό, διουρητικό, χολαγωγό, αυξάνει την έκκριση του γάλακτος, θεραπεύει τα εγκαύματα, τονωτικό των νεύρων.
Συστατικά-ουσίες: Καροτενοειδή: (άλφα-, βήτα-, γάμμα-, ζήτα-καροτένιο, λυκοπένιο), αιθέριο έλαιο: (π-κυμένιο, άλφα- και βήτα-καρυοφυλλένιο, γερανιόλη, λιμονένιο), άλλες ουσίες όπως: φαλκαρινόλη (καροτοτοξίνη), γλυκόζη, σακχαρόζη.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Στην αρχή ο άνθρωπος τρεφόταν με αγριόχορτα. Το άγριο καρότο, ο πρόγονος του περιβολαρίσιου καρότου, δεν είχε ούτε ένα δάχτυλο πάχος. Τρωγόταν βραστό, όπως και σήμερα. Αργότερα, οι αρχαίοι ανακάλυψαν πως τα φύλλα του άγριου καρότου είχαν θεραπευτικές ιδιότητες και κυρίως για τα καρκινώματα, όπως μας λέει ο Διοσκορίδης.

Delphinium staphisagria L. (κ. Ψειροβότανο, ψειριάρικο, αγριοσταφίδα.) (Εικ. 9) Βιότοπος: Βραχώδεις πλαγιές και κοίτες ρυακιών, συχνά κοντά σε ανθρώπινες εγκαταστάσεις.
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Ψειροκτόνο, κατά του άσθματος, της νευρικής ή αλλεργικής δύσπνοιας, του εκζέματος, ορισμένων νευραλγιών (γλώσσας, προσώπου), κατά του πονόδοντου, εμετοκαθαρτικό, αποσμικτικό των ελκών.
Συστατικά-ουσίες: Αλκαλοειδή: δελφιδίνη, στεαρίνη, σταφιζίνη, σταφισαγκροΐνη.

Ephedra campylopoda ( E. fragilis Desf.) (κ. Πολυκόμπι, κρεμαστήρα.) (Εικ. 10) Βιότοπος: Ασβεστολιθικοί βράχοι και crevices γκρεμών καθώς και σε βραχώδες έδαφος, περιστασιακά σε παλιούς τοίχους .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Αποχρεμπτικό, κατά του άσθματος και της υπότασης. Συστατικά-ουσίες: Αλκαλοειδή (εφεδρίνη, ψευδοεφεδρίνη)
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Ένα βότανο που χρησίμευε στη θεραπεία των αναπνευστικών οργάνων ήταν και το πολυκόμπι. Αυτό, περιγράφεται από τον Διοσκορίδη με ιδιότητες ανάλογες μ’ αυτές που έχουν τα σύγχρονα αποχρεμπτικά φάρμακα. Η αποτελεσματικότητα της εφεδρίνης άλλωστε στο άσθμα, ήταν γνωστή στους Κινέζους ήδη εδώ και 5.000 χρόνια.

Erica manipuliflora Salisb. (κ. Ρείκι, χαμορείκι.) (Εικ. 11) Βιότοπος: Φρύγανα, μακκία και ανοιχτά δάση, μερικές φορές σχηματίζει πυκνούς θαμνότοπους.
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Διουρητικό, απολυμαντικό του ουρογεννητικού συστήματος, ορεκτικό, αντιρρευματικό, τονωτικό των μυών, αντιβηχικό, κατά των νευρικών παθήσεων.
Συστατικά-ουσίες: Φλαβόνες, σαπωνίνες, αιθέρια έλαια. Ficus carica L. (κ. Συκιά.) Βιότοπος: Γκρεμοί και βραχώδες έδαφος .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά της δυσκοιλιότητας, δυσεντερίας, εντερίτιδας, κατά της επίμονης καταρροής, των φλογώσεων του λαιμού και της φλεγμονής των ούλων, κατά της οξείας πνευμονίας, της βρογχίτιδας, του κοκίτη, θεραπευτικό των κρεατοελιών και των μυρμηγκιών.
Συστατικά-ουσίες: Ιμβερτοσάκχαρο, οξέα φρούτων (κιτρικό, μηλικό οξύ) Χαρακτηριστικά-ιστορία: Στα παλιά χρόνια, μια ελιά, ένα κλήμα και μια συκιά, μαζί μ’ ένα πηγάδι με δροσερό νερό ήταν όλα όσα χρειαζόταν ένα ευτυχισμένο σπιτικό.
Έτσι και στη Βίβλο τα τρία αυτά πράγματα αναφέρονται επανειλημμένα σαν σύμβολο ειρήνης και ευημερίας. Η πρώτη συκιά είχε φυτρώσει στην Αθήνα με διαταγή της Δήμητρας, σύμφωνα με τη μυθολογία.
Γι’ αυτό οι ελιές, τα σταφύλια και τα σύκα, ήταν στην Αθήνα η πιο συνηθισμένη τροφή του καθενός. Ακόμα και τον Πλάτωνα τον είχαν ονομάσει «φιλόσυκο». Ο Αθήναιος αφιέρωσε ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου του στα ξερά σύκα. Κάποτε λένε, πρόσφεραν αττικά σύκα στον Ξέρξη, οπότε πήρε και αυτός την απόφαση να κατακτήσει τη χώρα που έβγαζε αυτά τα σύκα. Ο ιδιαίτερος τρόπος για τη γονιμοποίηση του σύκου με τους ορνούς, ήταν ήδη γνωστός στον Ηρόδοτο. Αλλά και ο Θεόφραστος είχε παρατηρήσει αυτήν την ιδιορρυθμία της φύσης.

Fraxinus ornus L. (κ. Μελία, μέλεγος, φράξο, φλαμούρι.) (Εικ. 12)
Βιότοπος: Σε κοιλάδες ποταμιών . Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά της δυσκοιλιότητας, των αιμορροΐδων, καθαρτικός, κατευναστικός του βήχα, διουρητικό, τονωτικό, στυπτικό.
Συστατικά-ουσίες: Μαννιτόλη, σταχυόζη, μαννοτριόζη, γλυκόζη, φρουκτόζη, φραξίνη. Χαρακτηριστικά-ιστορία: Για την ιστορία της δημιουργίας του ανθρώπου μάς άφησε ο Ησίοδος την πληροφορία ότι χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό αυτό η μελία. «Μελία», το αρχαίο όνομα του φυτού, μας θυμίζει τις μελίες νύμφες που ήταν οι αρχαιότερες θεότητες της φύσης και προστάτιδες των κοπαδιών.
Επειδή το λουλούδι του μέλεγου μοιάζει με τα σύννεφα που προηγούνται από μια καταιγίδα, οι αρχαίοι έβλεπαν στο δέντρο αυτό μια ουράνια παρουσία. Ίσως αυτή την αντίληψη να τη χρωστούσε το δέντρο και στο εξαιρετικό ξύλο του απ’ το οποίο παράγονταν λόγχες και ακόντια. Ο Όμηρος αναφέρει τέσσερις φορές λόγχες από ξύλο φράξου.
Η Νέμεσις, η θεά της δικαιοσύνης, κρατά ένα κλαρί μελιάς στο χέρι, σύμβολο της σκληρότητας και της νηφαλιότητάς της και οι Ερινύες, οι θεότητες της εκδίκησης, βαστούσαν στα σιδερένια παλάτια τους στον κάτω κόσμο ραβδιά από ξύλο μελιάς για την τιμωρία των αμαρτωλών. Την εκτίμηση που είχε το ξύλο της μελιάς, την μαρτυρεί και το γαμήλιο δώρο που έκανε ο κένταυρος Χείρωνας στον Πηλέα στο γάμο του με τη Θέτιδα: ένα κλαρί μελιάς απ’ όπου κατασκευάστηκε μια λόγχη, που κρατούσε πρώτα ο Πηλέας κι ύστερα απ’ αυτόν ο Αχιλλέας.

Fumaria officinalis L. (κ. Φουμάρια, καπνόχορτο, καπνιά, μαγιασιλόχορτο.) (Εικ. 13)
Βιότοπος: Σε καλλιεργούμενο, χέρσο και εγκαταλελειμμένο έδαφος.
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Τονωτικό, καθαρτικό, ορεκτικό, διουρητικό, αντιπυρετικό, αντισκορβουτικό, κατευναστικό, υπνωτικό, κατά των παθήσεων του συκωτιού και του στομάχου, του δέρματος, των λειχήνων, της ψωρίασης, της δυσπεψίας.
Συστατικά-ουσίες: Αλκαλοειδή: φουμαρίνη, φουμαρικίνη, οργανικά οξέα:φουμαρικό οξύ, ρητίνη, τανίνη, φλαβονοειδή: ρουτίνη, παράγωγα του υδροκινναμικού οξέος, άλατα.

Hedera helix L. (κ. Κισσός.)
Βιότοπος: Σε σκιερά μέρη σε δάση και θαμνότοπους, συχνά κοντά σε ρυάκια .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά του κοκκίτη, της νευραλγίας, των δύσκαμπτων αρθρώσεων από ρευματισμούς, των πρησμένων αδένων, των θρομβώσεων, αντισπασμωδικό, εμμηναγωγό. Συστατικά-ουσίες: Χεντερίνη, οιστρογόνα.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Ο Διόνυσος και η ακολουθία του, μαινάδες, σάτυροι και σειληνοί, στολίζονταν με στεφάνια από κισσό. Ο θύρσος, σύμβολο του Διονύσου, ήταν επίσης διακοσμημένος με κισσό. Σε ορισμένες τελετές έδιναν στον θεό και το επώνυμο «Κισσός», επειδή όταν ήταν μωρό τού φορούσαν ένα στεφάνι από το φυτό αυτό. Μια από τις ωραιότερες διονυσιακές παραστάσεις με περικοκλάδες έχει ο χάλκινος επιχρυσωμένος κρατήρας του Δερβενιού, με ανάγλυφες ασημένιες έλικες από κισσό και κληματόφυλλα.

Hyoscyamus albus L. (κ. Υοσκύαμος, γέρος, γιατρός, μπελελές, γλυκύαμος.) (Εικ. 14)
Βιότοπος: Σε γκρεμούς και τοίχους και σε βραχώδες έδαφος .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Παραισθησιογόνο, υπνωτικό, παυσίπονο, αντιπυρετικό, κατά του τέτανου, των παραλύσεων μετά τον τοκετό, παθήσεων του πεπτικού συστήματος, της μηνιγγίτιδας, της λευκόρροιας, της ακράτειας, των αιμορροΐδων, της κήλης, του άσθματος, των αρθριτικών, των πρηξιμάτων, των εξανθημάτων, των θλάσεων, των νευραλγιών, των σπασμών, της τρεμούλας, του νευρικού βήχα, του κοκκίτη, των ρευματισμών, της αιμόπτυσης, της μητρορραγίας, της παράλυσης της ίριδος.
Συστατικά-ουσίες: Αλκαλοειδή, υοσκυαμίνη, ατροπίνη, σκοπολαμίνη, φλαβονοειδή, ρουτίνη.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Οι ημίθεοι και οι ήρωες θεωρούνταν στην αρχαιότητα ότι είχαν θεραπευτικές ικανότητες. Έτσι και ο Ηρακλής θεωρούνταν προστάτης των ιαματικών πηγών και σε αυτόν μάλιστα οφείλεται η ανακάλυψη του υοσκύαμου. Οι Ιπποκράτειοι έδιναν τους σπόρους του παραισθησιογόνου αυτού φυτού ανακατεμένους με κρασί, για τον πυρετό, τον τέτανο και σε παραλύσεις που παρουσιάζονταν μετά από τοκετό. Ο Διοσκορίδης όμως χαρακτηρίζει αυτό το δύσμορφο και υπνωτικό βότανο σαν ακατάλληλο και το δίνει μόνο για παυσίπονο.

Hypericum perforatum L. (κ. Βάλσαμο, βαλσαμόχορτο, λειχηνόχορτο, σπαθόχορτο, περίκη, χελωνόχορτο, προδρόμου βότανο.) (Εικ. 15)
Βιότοπος: Σε ελαιώνες, αμπελώνες, φρύγανα και δάση .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Επουλωτικό των πληγών, ήπιο αντικαταθλιπτικό, αντισηπτικό, στυπτικό, καταπραϋντικό, εμμηναγωγό, διουρητικό, αιμοστατικό, αποχρεμπτικό, αντισπασμωδικό, κατά της δυσεντερίας, της κιτρινάδας, των παθήσεων του συκωτιού, των ελκών, των σκωλήκων, των θρομβώσεων, των ελωδών πυρετών, της χρόνιας καταρροής.
Συστατικά-ουσίες: Παράγωγα του ανθρακένιου, υπερικίνη, ψευδο-υπερικίνη, φλαβονοειδή, ξανθόνες, άκυλ-φθορο-γλουκινόλες, υπερφορίνη, αιθέρια έλαια, ολιγομερικές προκυανιδίνες, ταννίνες κατεχίνης, παράγωγα του καφεϊκού οξέος.

Juglans regia L. (κ. Καρυδιά.)
Βιότοπος: Σε λαγκάδια, ρεματιές. Φαρμακευτικές ιδιότητες: Καθαρτικό του αίματος, ανθελμινθικό, επουλωτικό πληγών, κατά του διαβήτη, των χιονιστρών, των ελκών, της λευκόρροιας, της φλόγωσης των θηλυκών γεννητικών οργάνων, των κάλων, της τριχόπτωσης, των κακοήθων φλυκταινών, των λειχήνων, των διαλειπόντων πυρετών, των κρεατοελιών, της δερματίτιδας, των εκζεμάτων, του έρπητα, της σύφιλης, της έντονης εφίδρωσης.
Συστατικά-ουσίες: Φλαβονοειδή, ταννίνες, παράγωγα του ναφθαλένιου, γιουγκλαντίνη, ινοσιτόλη.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Το φυτό ήταν γνωστό και αναφέρεται από την αρχαιότητα, με το όνομα «καρύα» και «κάρυον», αν και ο Θεόφραστος με το ίδιο όνομα ονομάζει και άλλα δέντρα.
Η ονομασία “Juglans” προέρχεται από τις λέξεις “Jovis glans” (βάλανος του Δία). Για ιατρική χρήση χρησιμοποιούνταν μόνο οι φλοιοί των άωρων καρπών. Η γρήγορη διάδοση του φυτού προς το Βορρά, οφείλεται σε διατάγματα του Καρόλου του Μεγάλου.

Juniperus oxycedrus L. ssp. macrocarpa (Sm.) Ball. (κ.Άρκευθος, αγριοκυπάρισσο, κέντρο, βένι.)
Βιότοπος: Σε παράκτια οικοσυστήματα .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Τονωτικό της ορέξεως και της πέψης, διουρητικό, αντισηπτικό, απολυμαντικό, καθαριστικό του αίματος, κατά της δύσπνοιας, της ισχυαλγίας, της δυσπεψίας, των παθήσεων των νεύρων, της υδρωπικίας, των ρευματισμών, των μολύνσεων των νεφρών και της κύστης.
Συστατικά-ουσίες: Άλφα-πινένιο, καμφένιο, καδινένιο, τερπινεόλη-4, ιουνιπερόλη, καμφορά.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Είναι φυτό που ήταν παλιά διαδεδομένο σε όλες τις ελληνικές παραλίες, αλλά λόγω της τουριστικής ανάπτυξης κινδυνεύει να εξαφανιστεί και οι πληθυσμοί του έχουν υπολειμματικό χαρακτήρα. Οι καρποί του είχαν χρησιμοποιηθεί ευρέως από τον Μεσαίωνα ακόμα, ως ορεκτικοί και διουρητικοί.

Laurus nobilis L. (κ. Δάφνη, βαγιά.) (Εικ. 16)
Βιότοπος: Σε υγρά φαράγγια, θέσεις πλημμυρών, συχνά συσχετιζόμενη με Quercus coccifera ή ως υποόροφος σε υγρά δάση Pinus , αλλά ποτέ ως κυρίαρχη .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά των ρευματισμών, της δυσπεψίας, της ρινορραγίας, παρασιτοκτόνο, αντισηπτικό, εφιδρωτικό, τονωτικό, καταπραϋντικό.
Συστατικά-ουσίες: Αιθέρια έλαια: 1,8-κινεόλη, άλφα- και βήτα-πινένιο, σεσκιτερπενικές λακτόνες: κοστουνολίδη, ερμανθίνη, λαουρενβιολίδη, αλκαλοειδή: ρετικουλίνη, λιπαρά οξέα: λαουρικό, παλμιτικό, ελαιϊκό οξύ, ταννίνη.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Δάφνη ήταν το όνομα μιας νύμφης, κόρης του θεού-ποταμού Λάδωνα, που είχε ερωτευθεί ο Απόλλωνας. Ήταν μια όμορφη, αλλά άγρια κοπέλα, που όταν την επιθύμησε ο θεός, κατέφυγε στη μητέρα της Γη, η οποία τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο δέντρο. Από τότε η δάφνη είναι αφιερωμένη στο θεό Απόλλωνα, στον οποίο χρησίμευε και σαν μέσον καθαρμού χάρη στην αρωματική ιδιότητά της.
Ο μύθος αναφέρει ότι όταν ο Απόλλωνας σκότωσε το δράκο Πύθωνα, πλύθηκε στα νερά του ποταμού, εκεί που ακόμα και σήμερα φυτρώνουν δάφνες και μπήκε σαν καθαρός νικητής στους Δελφούς, με ένα στεφάνι από φύλλα δάφνης. Από τότε το φυτό αυτό είναι σύμβολο νίκης, δόξας και τιμής. Επίσης, σύμφωνα με τον Παυσανία, ο παλιός ναός του Απόλλωνα ήταν φτιαγμένος από κλαριά δάφνης.

Mandragora autumnalis Bertol. (κ. Μανδραγόρας, μανδραγούρας, καλάνθρωπος, αρκάνθρωπος.) (Εικ. 17)
Βιότοπος: Σε καλλιεργούμενη και άγονη γη, βραχώδη και εγκαταλελειμμένα μέρη, σε ελαιώνες. Φαρμακευτικές ιδιότητες: Ναρκωτικό, τοξικό, κατά της νευρικότητας και της αϋπνίας, των στομαχικών ελκών, των κολικών, του άσθματος, του πυρετού, του βήχα.
Συστατικά-ουσίες: Σκοπολαμίνη, υοσκυαμίνη, ψευδοϋοσκυαμίνη, αποατροπίνη
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Ο μανδραγόρας χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα ως ναρκωτικό και μάλιστα, στην εποχή του Πλίνιου, χρησιμοποιούσαν την ώρα των εγχειρήσεων ρίζα μανδραγόρα, ένα κομμάτι της οποίας μόλις μασούσαν οι ασθενείς, έπεφταν αμέσως σε ύπνο.
Ο Διοσκορίδης χρησιμοποιούσε επίσης χυμό της ρίζας του μανδραγόρα για τον ίδιο σκοπό. Αυτές οι συνταγές δεν ήταν όμως πάντα σίγουρες γιατί έλειπαν σαφείς οδηγίες για τις δόσεις και τη χρήση. Η επίδραση του φαρμάκου μπορούσε να ήταν ανεπαρκής ή πολύ δυνατή και επικίνδυνη.
Οι πιο παλιοί είχαν πιο ασφαλή τρόπο για να κάνουν εγχειρήσεις: απλώς έδεναν τους αρρώστους στα κρεβάτια τους. Η κατάσταση δεν άλλαξε σε τίποτα μέχρι το 1846 οπότε ανακαλύφθηκε η νάρκωση με αιθέρα. Ωστόσο η Ελληνική Αναισθησιολογική Εταιρεία εξακολουθεί να έχει σαν έμβλημά της τον μανδραγόρα. Είναι δύσκολο να πούμε σήμερα αν η μεγάλη υπόληψη, που επί τόσους αιώνες χαίρει ο μανδραγόρας, οφείλεται στις ναρκωτικές του ιδιότητες ή στην ανθρωπόμορφη ρίζα του.

Mentha longifolia (L.) Hudson (κ. Αγριοδυόσμος, καλαμίθρα.) (Εικ. 18)
Βιότοπος: Σε κοίτες ρυακιών, σε υγρούς τόπους.
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Για την αναισθησία ευαίσθητων νευρικών απολήξεων, για την διέγερση ευαίσθητων στο κρύο νεύρων, για την απολύμανση του στόματος, διορθωτικό οσμής και γεύσης, ευστόμαχο, σπασμολυτικό, κατά παθήσεων της χολής.
Συστατικά-ουσίες: Φλαβονοειδή: λουτεολίνη, απιγενίνη, ταννίνες, τριτερπένια: ουρσολικό οξύ, ολεανολικό οξύ, αιθέριο έλαιο: πινένια, λεμονένιο, φελλανδρένιο, καδινένιο, πουλεγόνη, κινεόλη, D-μινθόλη, (-)-μινθόνη, πιπεριτόνη, ιασμόνη, μινθοφουράνιο.

Mentha pulegium L. (κ. Φλισκούνι, βληχώνι.)
Βιότοπος: Σε υγρά λιβάδια, στεγνές κοίτες ποταμών και στο εσωτερικό μέρος των δασών και θαμνώνων .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Τονωτικό, στομαχικό, χωνευτικό, αντιρευματικό, αντισπασμωδικό, καρδιοτονωτικό, τονώνει την παραγωγή της χολής και την λειτουργία του συκωτιού, κατά της καταρροής και της μητραλγίας, της δυσμηνόρροιας και των σκωλήκων, της γρίππης και της ασφυξίας, των εγκαυμάτων, των παθήσεων της κύστης, του πονοκέφαλου, των νευραλγιών, της ισχυαλγίας, των φλογώσεων του αναπνευστικού συστήματος, του βήχα, των νευρικών διαταραχών, της ημικρανίας, των ιλίγγων, κόβει το γάλα .
Συστατικά-ουσίες: Φλαβονοειδή: λουτεολίνη, απιγενίνη, ταννίνες, τριτερπένια: ουρσολικό οξύ, ολεανολικό οξύ, αιθέριο έλαιο: πινένια, λεμονένιο, φελλανδρένιο, καδινένιο, πουλεγόνη, κινεόλη, D-μινθόλη, (-)-μινθόνη, πιπεριτόνη, ιασμόνη, μινθοφουράνιο, ρητίνες.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Γενικά, η ονομασία «μέντα» προέρχεται από το όνομα της νύμφης Μένθης ή Μίνθης, η οποία ήταν παλλακίδα του Πλούτωνα. Ο θεός, την μεταμόρφωσε στο ομώνυμο φυτό, για ν’ αποφύγει έτσι τη ζηλοτυπία της Περσεφόνης, που ήταν η γυναίκα του.
Φαρμακευτικώς, η μέντα χρησιμοποιούνταν και κατά την αρχαιότητα. Επειδή όμως διασταυρώνεται εύκολα, δεν ήταν ασφαλής η βοτανική κατάταξή της. Στην Ανατολική Ασία δε, η ιαπωνική μέντα καλλιεργούνταν από πολλά χρόνια, ώστε δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς άρχισε εκεί η λήψη του μινθέλαιου και της μενθόλης.

Myrtus communis L. (κ. Μυρτιά, σμυρτιά, μερσίνι.) (Εικ. 19)
 Βιότοπος: Σε μακκία και θαμνότοπους, δίπλα σε ρυάκια και υγρά μέρη σε δάση . Περιστασιακά σχηματίζει αμιγείς συστάδες .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά της διάρροιας, παθήσεων της κύστης, δαγκώματα αραχνών και σκορπιών, του βήχα, της βρογχίτιδας, της φυματίωσης, παθήσεων της χολής, της διάρροιας, ανθελμινθικό, μυκητοκτόνο, απολυμαντικό, αντιβακτηριακό.
Συστατικά-ουσίες: Αιθέριο έλαιο: άλφα-πινένιο, μυρτενόλη, μυρτενυλακετόνη, λιμονένιο, γερανιόλη, ταννίνες, άκυλ-φθορο- γλουκινόλες: μυρτοκομμουλόνη Α και Β.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: H μυρτιά ήταν το σύμβολο της ομορφιάς και της νεότητας. Ήταν αφιερωμένη στην Πάφιο Αφροδίτη, που όταν βγήκε απ’ τη θάλασσα έκρυψε την ακάλυπτη ομορφιά της πίσω από ένα θάμνο μυρτιάς. Ο θάμνος αυτός φυτευόταν συχνά κοντά στους ναούς σαν καλλωπιστικό φυτό. Ο Θεόφραστος την αναφέρει 4 φορές. Ο Διοσκορίδης έκανε διάκριση ανάμεσα σε μια ποικιλία με τους γνωστούς μπλε καρπούς και μια άλλη με άσπρους, που είχαν φαρμακευτικές ιδιότητες. Ε
πίσης χρησιμοποιούσε τους καρπούς αυτούς, σε αρρώστιες της κύστης και για δαγκώματα αραχνών και σκορπιών. Τον βρασμένο χυμό τους, ανακατεμένο με κρασί, τον έδινε για τη διάρροια. Η συνταγή αυτή εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στη λαϊκή ιατρική για τις πεπτικές διαταραχές των παιδιών.

Nerium oleander L. (κ. Πικροδάφνη, ροδοδάφνη ) (Εικ. 20)
 Βιότοπος: Δίπλα σε ρυάκια και λιμνούλες .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Για τα δαγκώματα δηλητηριωδών ζώων, καρδιοτονωτικό, τοξικό, κατά των άτονων ελκώσεων, κατά της ψώρας και παθήσεων του τριχωτού μέρους της κεφαλής, κατά της καρδιακής ανεπάρκειας, των αιμορροΐδων, νευρικών διαταραχών, παθήσεων του δέρματος.
Συστατικά-ουσίες: Καρδιακά στεροειδή, ολεανδρίνη, γλυκοσυλ-ολεανδρίνη, γεντιο-βιοσυλ-ολεανδρίνη, οδοροσίδη Α, αλκαλοειδή. Χαρακτηριστικά-ιστορία: Ως φάρμακο η πικροδάφνη ήταν γνωστή και χορηγούνταν από τους Άραβες γιατρούς, ενώ στην Ευρώπη ήρθε κατά το 19ο αιώνα από τον Oefele.

Olea europaea ssp. oleaster L. (κ. Ελιά.)
Βιότοπος: Σε σχισμές γκρεμών και βράχων και μέσα σε φρύγανα .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Χολαγωγό, ευεργετικό στις πληγές, αντιπυρετικό, υποτασικό (κατά της υπέρτασης), διουρητικό, αντίδοτο για τα δηλητήρια, κατά της σπασμωδικής δυσκοιλιότητας, κατά της βαριάς αδυναμίας, πόνων του ήπατος, κατά των αρθριτικών και των ρευματισμών, κατά του σακχάρου, κατά της αρρυθμίας, διαταραχών του ήπατος και της χοληδόχου κύστης, κατά των εκζεμάτων, της ψωρίασης, κατά των εγκαυμάτων.
Συστατικά-ουσίες: Κύρια λιπαρά οξέα όπως, ελαϊκό οξύ (56-83%), παλμιτικό οξύ (8-20%), λινελαϊκό οξύ (4-20%), ιριδοειδή μονοτερπένια όπως ελαιοροπίνη, λιγστροσίδιο, ελαιοροσίδιο, ελαιοσίδο-7,11-διμεθυλαιθέρας, 6-Ο-ελαιοροπινοσακχαρόζη, τριτερπένια όπως ελαιανολικό οξύ, μασλινικό οξύ, φλαβονοειδή όπως λουτεολινο-7-Ο-γλυκοσίδιο, απιγενινο-7-Ο-γλυκοσίδιο.
 Χαρακτηριστικά-ιστορία: Η ελιά είναι ένα από τα αρχαιότερα καρποφόρα δέντρα στη Μεσόγειο. Δωρήθηκε στην πόλη της Αθήνας από τη θεά Αθηνά, στη φιλονικία που είχε με τον Ποσειδώνα για την κυριαρχία της Αττικής.
Οι θεοί είχαν αποφασίσει ότι η χώρα θ’ ανήκε στον θεό που θα της πρόσφερε το πιο πολύτιμο δώρο. Ο Ποσειδώνας με την τρίαινά του άνοιξε μια πηγή στην Ακρόπολη, αλλά το νερό της ήταν αλμυρό, ενώ η Αθηνά κέρδισε φυτεύοντας την πρώτη ελιά. Από τότε το κλαδί ελιάς ήταν, μαζί με την κουκουβάγια, το έμβλημα της Αθηνάς και το σύμβολο της νίκης και της ειρήνης. Η ελιά ήταν στενά συνδεδεμένη με τη λατρεία των θεών.
Στην Ολυμπία, το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία που ήταν έργο του Φειδία, ήταν στολισμένο μ’ ένα στεφάνι ελιάς. Οι θεές χρησιμοποιούσαν αλοιφή από το λάδι της ελιάς, η οποία είχε θαυματουργικές ιδιότητες.
Η Ήρα αλείφθηκε η ίδια με το πολύτιμο μύρο, όταν θέλησε να κατακτήσει τον Δία. Την οικονομική της σημασία η ελιά την απέκτησε μόνο στα μετά τον Όμηρο χρόνια. Έως εκείνη την εποχή το λάδι χρησίμευε μόνο στους ευγενείς και στους πλούσιους. Το βρίσκουμε σε μορφή πανάκριβων μύρων στα θησαυροφυλάκια των τρωικών ηρώων.

Orchis anatolica Boiss. ssp. anatolica (κ. Ορχιδέα, όρχις, σερνικοβότανο, σαλέπι.)
Βιότοπος: Σε κωνοφόρα δάση, μακκία, φρύγανα και βραχώδεις πλαγιές .
\Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά της δυσεντερ
ίας, του βήχα με φλογώσεις, της δυσπεψίας, της διάρροιας, του διαβήτη, των νευρασθενειών. Συστατικά-ουσίες: mucilage (μέχρι 50%), γλυκάνες, γλυκομαννάνες (μερικώς ακετυλιωμένες), άμυλο (περίπου 25%), πρωτεΐνες (5-15%).
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Όπως αναφέρουν ο Θεόφραστος και ο Διοσκορίδης, οι κόνδυλοι του σαλεπιού χρησιμοποιούνται ως τροφή. Η διάδοση των κονδύλων ως και η ονομασία οφείλεται στους Άραβες. Η ονομασία προέρχεται από το σχήμα, που στα αραβικά αποδίδεται με τις λέξεις Chusjata salab, που σημαίνουν «όρχις της αλεπούς».
Οι ορχιδέες χρησιμοποιούνταν ως αφροδισιακό φάρμακο, γιατί πιστευόταν από το λαό, ότι εκείνοι που έτρωγαν σαλέπι γεννούν αρσενικά παιδιά, γι’ αυτό λέγεται και «σερνικοβότανο». Κατά το Διοσκορίδη μάλιστα, ο ζωηρός κόνδυλος είναι «αρρενογόνος», ενώ ο μικρότερος και συνήθως μαραμένος είναι «θηλυγόνος».

Origanum onites L. (κ. Ρίγανη.) (Εικ. 21)
Βιότοπος: Σε φρύγανα, βραχώδεις πλαγιές .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Τονωτικό, αποχρεμπτικό, αντισπασμωδικό, εφιδρωτικό, απολυμαντικό, κατά της στομαχικής ατονίας, της χλώρωσης, των καταρροϊκών παθήσεων, του άσθματος, της δυσμηνόρροιας, κατά των χρόνιων ρευματισμών, των πόνων των χαλασμένων δοντιών, κατά των φλογώσεων του στόματος, της ρινικής συμφόρησης, κατά των πληγών, της διάρροιας.
Συστατικά-ουσίες: Αιθέρια έλαια: θυμόλη, καρβακρόλη, πινένιο, σεσκιτερπένια, ουρσολικό οξύ, παράγωγα του καφφεϊκού οξέος. Papaver rhoeas L. (κ. Παπαρούνα) Βιότοπος: Πολύ διαδεδομένη, σε ποικιλία βιοτόπων.
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Ελαφρύ κατευναστικό, αντιβηχικό, αποχρεμπτικό, σε μεγάλες δόσεις τοξικό, αντισπασμωδικό, υπνωτικό, μαλακτικό, εφιδρωτικό. Συστατικά-ουσίες: Αλκαλοειδή (0,05%): ροιαδίνη, ροιαγενίνη, ανθοκυαν-γλυκοζίτες.

Phragmites australis (Cav.) Trin.ex Steudel (κ. Νεροκάλαμο.) Βιότοπος: Δίπλα σε ρυάκια και λιμνούλες .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Διουρητικό, κατά του διαβήτη, κατά της δυσπεψίας, κατά της πνευμονίας.
Συστατικά-ουσίες: Φλαβονοειδή: τρικίνη, λουτεολίνη, ρουτίνη, βιταμίνες: Α και συμπλέγματος Β,ασκορβικό οξύ (βιταμίνη C),σακχαρόζη, ιμβερτοσάκχαρο, τριτερπένια: βήτα-αμυρίνη, ταραξερόλη.

Pistacia lentiscus L. (κ. Σχίνος.)
Βιότοπος: Σε μακκία, φρύγανα και ανοιχτά δάση, περιστασιακά σε γκρεμούς, κάποιες φορές σχηματίζει εκτεταμένους θαμνότοπους .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Στυπτικό, αρωματικό, υλικό για τα γεμίσματα των δοντιών, φρεσκάρει την αναπνοή και δυναμώνει τα ούλα, επουλωτικό πληγών. Συστατικά-ουσίες: Ρετσίνι (περίπου 90%), με κύρια συστατικά τα τριτερπένια μαστικό οξύ, ισομαστικό οξύ, ελαιανολικό οξύ, τιρουκαλλόλη, αιθέρια έλαια (1-3%), άλφα-πινένιο.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Ακόμα και στα παλιά χρόνια ο σχίνος ήταν γνωστός για το διαφανές ρετσίνι του, όπως μας πληροφορεί ο Διοσκορίδης.
Στη Χίο παράγεται ακόμα και σήμερα, από μια ποικιλία του φυτού, η γνωστή μαστίχα. Στην αρχαιότητα η μαστίχα χρησιμοποιούνταν για καλλυντικούς σκοπούς, για να κολλούν τα βλέφαρα των ματιών.
Επί Τουρκοκρατίας, ήταν πολύτιμο προϊόν εμπορίας, γιατί το χρησιμοποιούσαν πολύ στα χαρέμια σαν αρωματικό του στόματος. Από μια ταξιδιωτική περιγραφή του 18ου αιώνα ξέρουμε ότι ο Σουλτάνος απαιτούσε τη μισή παραγωγή για τον εαυτό του, από την οποία το μεγαλύτερο μέρος κατανάλωνε το σεράι.

Pistacia terebinthus L. (κ. Κοκκορεβιθιά, κοκορετσιά.)
Βιότοπος: Σε γκρεμούς, βραχώδεις πλαγιές, ξέφωτα μακκίας και δασών . Φαρμακευτικές ιδιότητες: Στυπτικό, αρωματικό, επουλωτικό πληγών.
Συστατικά-ουσίες: Ρετσίνι με κύρια συστατικά τα τριτερπένια, αιθέρια έλαια, άλφα-πινένιο.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Τα περίεργα κερατοειδή εξογκώματα που παρουσιάζονται το χειμώνα στην κοκκορεβιθιά είναι κηκίδια που προέρχονται από έντομα. Αυτά κίνησαν βέβαια το ενδιαφέρον των αρχαίων, οι οποίοι έβγαζαν από αυτά μια κίτρινη χρωστική ουσία, με την οποία έβαφαν τα μεταξωτά υφάσματα της Ανατολής.

Plantago lanceolata L. (κ. Ψυλλόχορτο, νεροκόνιζα, πεντάνευρo, αρνόγλωσσο) (Εικ. 22)
Βιότοπος: Σε καλλιεργούμενο, εγκαταλελειμμένο και ελώδες έδαφος .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Στυπτικό, σταματά την αιμορραγία, θεραπευτικό των πληγών, μαλακτικό, διουρητικό, κατά του λευκώματος.
Συστατικά-ουσίες: Βλεννώδεις ουσίες: D-ξυλόζη, L-αραβιννόζη, D-γαλακτόζη, L-ραμνόζη, ιριδοειδείς γλυκοζίτες: αουκουβοζίτης, λιπαρά έλαια.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Οι αρχαίοι τα θεωρούσαν πολύτιμα δραστικά φάρμακα και εσωτερικής και εξωτερικής χρήσης. Στα χωριά τα χρησιμοποιούσαν τόσο σαν κολλύριο για τα κουρασμένα μάτια, όσο και για την καταπολέμηση της απόφραξης του ακουστικού πόρου και για τους πονόδοντους.

Platanus orientalis L. (κ. Πλάτανος.)
Βιότοπος: Δίπλα σε ρυάκια και πηγές . Ευρέως καλλιεργούμενο ως δέντρο σκιάς .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Αιμοστατικό, κατά των αποστημάτων και των εγκαυμάτων. Χαρακτηριστικά-ιστορία: Ο πλάτανος είχε γενικά εξαιρετική θέση ανάμεσα στα ιερά δέντρα. Το πράσινο φύλλωμά του αναγγέλλει από μακριά στον διψασμένο οδοιπόρο, την κοντινή βρύση και την φιλόξενη δροσιά.
Το γεγονός αυτό και μόνο ίσως να έκανε τους αρχαίους να θεωρούν το πλατάνι σα δώρο των θεών που έπρεπε να λατρεύουν.
Η Άλτις της Ολυμπίας, ένα απ’ τα πιο φημισμένα ιερά δάση της αρχαιότητας και η οποία λέγεται ότι διαμορφώθηκε απ’ τον ίδιο τον Ηρακλή για τον πατέρα του Δία, πρέπει ν’ αποτελούνταν από πλατάνια. Πάρα πολλές είναι οι παραδόσεις και οι μύθοι που σχετίζονται με τα δέντρα αυτά, όχι μόνο στην αρχαιότητα, αλλά και στη σύγχρονη λαϊκή παράδοση. Επίσης, επειδή ο πλάτανος φθάνει σε σχετικά μεγάλη ηλικία, πολλοί πιστεύουν ότι μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε σε ορισμένα άτομα τα φημισμένα δέντρα που περιγράφουν οι αρχαίοι. Στην Κω για παράδειγμα, ξακουστό είναι το πλατάνι κάτω απ’ το οποίο υποτίθεται ότι δίδαξε ο Ιπποκράτης.

Pyrus spinosa Forssk. (κ. Αμυγδαλιά, γκορτσιά.)
Βιότοπος: Σε ξέφωτα δασών, περιθώρια χωραφιών και δίπλα σε δρόμους .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Αιμοστατικό, κατά της δυσπεψίας, κατά της διάρροιας, ψυκτικό, αντισπασμωδικό, ευεργετικό στις παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος και στην οδυνηρή δυσμηνόρροια.
Συστατικά-ουσίες: Οξέα φρούτων: μαλικό οξύ, κιτρικό οξύ, κουϊνικό οξύ, κυανογενικά γλυκοσίδια (αμυγδαλίνη), αρωματικές ουσίες, παράγωγα του καφφεϊκού οξέος και κυρίως 5-κοφφεοϋλ-κουϊνικό οξύ, πηκτίνη.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Η γκορτσιά είναι ένα παμπάλαιο ελληνικό δέντρο που συχνά μπολιάζεται ακόμα και σήμερα. Τα στυφά μικρά αχλάδια που παράγει το άγριο δέντρο, υποκαθιστούσαν το ψωμί στους Αργείους, όπως τα βελανίδια στους Αρκάδες.

Quercus coccifera L. (κ. Πουρνάρι.) Βιότοπος: Σε φρύγανα, μακκία και δάση . Συχνά σχηματίζει πυκνό θαμνότοπο .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Ορεκτικό, κατά του ίκτερου και της χλώρωσης, θεραπευτικό των χοιράδων, τονωτικό, κατά των παθήσεων του στήθους. Συστατικά-ουσίες: Ταννίνη, πηκτίνη, κουρσίνη.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Ένα από τα αρχαιότερα χρώματα που αναφέρει ο Όμηρος είναι το άλικο, που μαζί με την πορφύρα είχαν μεγάλη οικονομική αξία. Το κόκκινο αυτό χρώμα προέρχεται απ’ το θηλυκό ενός ημίπτερου εντόμου που σχηματίζει τα γνωστά κόκκινα εξογκώματα ή κηκίδια, πάνω στα πουρνάρια. Ο Θεόφραστος αναφέρει και αυτός τα κόκκινα αυτά σώματα, που όμως τα θεωρεί σαν ένα είδος καρπού, ενώ είναι έργο των εντόμων.
Ο Διοσκορίδης μιλά περί «κόκκου βαφικής» στην περιγραφή του πουρναριού.
 Ο Παυσανίας συνδέει τη βαφή μαλλιού με το αίμα του εντόμου που ζει πάνω στα πουρνάρια. Το έντομο, που αποξηραμένο δίνει αυτό το χρώμα, είναι γνωστό σαν «κόκκος ο βαφικός». Από τον κόκκο αυτόν προέρχεται και η ονομασία «κόκκινο». Με αυτό το χρώμα, που αργότερα ήταν γνωστό σαν κρεμέζι, έβαφαν το μαλλί, τα δέρματα και τα εισαγόμενα υφάσματα από μετάξι. Επειδή το χρώμα ήταν ακριβό, το κρατούσαν για τους πλούσιους.
Κατά τον Πλούταρχο, ο Θησέας χρησιμοποίησε πανιά που ήταν βαμμένα με τέτοιο χρώμα όταν πήγε στην Κρήτη για να νικήσει τον Μινώταυρο. Στη Σπάρτη δεν συμπαθούσαν τους βαφείς γιατί αφαιρούσαν από το μαλλί το ωραίο άσπρο χρώμα του, για να γελάσουν έτσι τη φύση. Σε νεώτερα χρόνια όμως, οι Σπαρτιάτες έβαφαν τον πολεμικό τους ρουχισμό κόκκινο, για να μη διακρίνονται οι λεκέδες από αίμα.

Rubus sanctus Schreber (κ. Βατομουριά, βάτος.)
Βιότοπος: Σε θαμνότοπους, όρια χωραφιών, παρυφές δρόμων και δίπλα σε ρυάκια, συνήθως σε υγρά μέρη.
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Στυπτικό, αιμοστατικό, αντισκορβουτικό, ορεκτικό, τονωτικό, ευεργετικό για την καρδιά και αποτρεπτικό για τους πόνους της γέννας, διαιτητικό, κατά της αναιμίας, κατά της διάρροιας, κατά της στηθάγχης, κατά του πονόλαιμου, κατά της δυσεντερίας, κατά της δυσκοιλιότητας, κατά του διαβήτη, κατά της δυσπεψίας και των ασθενειών του στόματος.
Συστατικά-ουσίες: Ταννίνες: γαλλο-ταννίνες, ελλαγικές ταννίνες, φλαβονοειδή, βιταμίνη C. Χαρακτηριστικά-ιστορία: Απ’ τον Μεσαίωνα ακόμα χρησιμοποιούνταν σαν εξαίρετο ορεκτικό, δροσιστικό και για την κατασκευή μαρμελάδων . Στην φαρμακευτική χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή σκευασμάτων για τα παιδιά.

Salix alba L. (κ. Ιτιά η λευκή) (Εικ. 23) Βιότοπος: Κυρίως περιοριζόμενη στις όχθες ρυακιών και στα όρια ελών .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Τονωτικό των εντέρων και του στομάχου, παρασιτοκτόνο και ανθελμινθικό, αντιρευματικό, αναλγητικό, αντισπασμωδικό, αντιπυρετικό, δροσιστικό, κατά των ελωδών πυρετών, κατά της αιμόπτυσης και της δυσεντερίας, κατά των άτονων ελκώσεων, κατά της γάγγραινας, κατά του αρθρίτη, κατά των πληγών και των εξανθημάτων.
Συστατικά-ουσίες: Γλυκοσίδια και εστέρες που αποδίδουν σαλικυλικό οξύ (1,5-12%): σαλικίνη (0,1-2,0%), σαλικορτίνη (0,01-11%) και παράγωγα της σαλικίνης ακυλιωμένα (έως 6%, συμπεριλαμβανομένων μεταξύ άλλων φρατζιλίνη, ποπουλίνη), ταννίνες (8-20%), φλαβονοειδή.
Χαρακτηριστικά-ιστορία:
Οι γιατροί της αρχαιότητας την χρησιμοποιούσαν για τις φαρμακευτικές της ιδιότητες. Τα φύλλα της και ο φλοιός της χρησιμοποιούνταν ως αντιπυρετικό και κατά της αϋπνίας. Το σαλικυλικό οξύ υπό τη μορφή του ακετυλο-σαλικυλικού οξέος είναι ένα από τα πιο χρησιμοποιούμενα φάρμακα στον κόσμο, με το κοινό όνομα ασπιρίνη.

Salvia officinalis L. (κ. Φασκόμηλο, ελελίφασκος, αλισφακιά, φασκομηλιά, χαμοσφάκα, μοσχακίδι.)
Βιότοπος: Σε πετρώδεις τόπους.
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά του κρυολογήματος, των ρευματισμών, των πυρετών, κατά της ατονίας του στομάχου και των εντέρων, κατά του νυκτερινού ιδρώτα των φυματικών, κατά της λευκόρροιας, κατά της νευρασθένειας, κατά του ερεθισμένου λαιμού και του σταφυλίτη, κατά της κράμπας, κατά της καταρροής του πεπτικού συστήματος, κατά της διάρροιας, κατά της νευρικής τρεμούλας, κατά των φλογώσεων του στόματος, κατά της οξείας λαρυγγίτιδας και της οξείας φαρυγγίτιδας, κατά της ανορεξίας, κατά των παθήσεων των ούλων, κατά των αιμορροΐδων, κατά της αιματουρίας, κατά της γαλακτόρροιας, κατά της έντονης εφίδρωσης, κατά της αμηνόρροιας και της δυσμηνόρροιας, ρυθμιστικό της εμμηνόρρυσης, απολυμαντικό, αποχρεμπτικό, χωνευτικό, στομαχικό, ευεργετικό στο δέρμα και στα μαλλιά, ιδιαιτέρως διεγερτικό και τονωτικό.
Συστατικά-ουσίες: Αιθέρια έλαια (1,5-3,5%): με συστατικά όπως άλφα- και βήτα-τουγιόνη (20-60%), 1,8-κινεόλη (6-16%), κάμφορα (14-37%), μπορνεόλη, καμφένιο, λιναλοόλη, άλφα- και βήτα-πινένιο, βιριντιφλορόλη, άλφα- και βήτα-καρυοφυλλένιο (χουμουλένιο), παράγωγα του καφφεϊκού οξέος (3-6%): ροσμαρινικό οξύ, χλωρογενικό οξύ, διτερπένια με κύρια συστατικά το καρνοσολικό οξύ και την πικροσαλβίνη, την ροσμανόλη και την σαφφικινολίδη, φλαβονοειδή που συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων γλυκοσίδια της απιγενίνης και της λουτεολίνης, τριτερπένια με κύριο συστατικό το ουρσολικό οξύ (περίπου 5%).
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Το φασκόμηλο έχαιρε μεγάλης φήμης ως φαρμακευτικό φυτό στην αρχαιότητα.
Οι Άραβες μάλιστα έλεγαν: «Πώς μπορεί να πεθάνει ένας άνθρωπος που έχει στον κήπο του φασκόμηλο». Η δε ονομασία του φυτού Salvia, του δόθηκε από το λατινικό ρήμα Salvae, που σημαίνει «σώζω». Τέλος, ο Καρλομάγνος λέγεται ότι διέταξε το φασκόμηλο να φυτεύεται στους λαχανόκηπους και στους κήπους των μοναστηριών.

Salvia sclarea L. (κ. Αγιάννης.) (Εικ. 24) Βιότοπος: Απαντά σε πετρώδεις τόπους.
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Καθαριστικό των ματιών, περιορίζει την έκκριση του γάλακτος, τις εκκρίσεις του σιέλου και του ιδρώτα, κατά παθήσεων του ήπατος και των ελκών, κατά του άσθματος, κατά της βρογχικής καταρροής.
Συστατικά-ουσίες: Αιθέρια έλαια (1,5-3,5%): με συστατικά όπως άλφα- και βήτα-τουγιόνη (20-60%), 1,8-κινεόλη (6-16%), κάμφορα (14-37%), μπορνεόλη, καμφένιο, λιναλοόλη, άλφα- και βήτα-πινένιο, βιριντιφλορόλη, άλφα- και βήτα-καρυοφυλλένιο (χουμουλένιο), παράγωγα του καφφεϊκού οξέος (3-6%): ροσμαρινικό οξύ, χλωρογενικό οξύ, διτερπένια με κύρια συστατικά το καρνοσολικό οξύ και την πικροσαλβίνη, την ροσμανόλη και την σαφφικινολίδη, φλαβονοειδή που συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων γλυκοσίδια της απιγενίνης και της λουτεολίνης, τριτερπένια με κύριο συστατικό το ουρσολικό οξύ (περίπου 5%).
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Ο αγιάννης ήταν σπουδαίο φαρμακευτικό φυτό. Είναι ένα ψηλό φυτό με δυνατή μυρωδιά, που φυτρώνει στα βουνά. Στα νεώτερα χρόνια το μεταχειρίζονταν για να κάνουν μοσχάτο το κρασί.
Το επιστημονικό όνομα του είδους sclarea προέρχεται από το λατινικό clarus, που σημαίνει καθαρό, πράγμα που δείχνει ότι το χρησιμοποιούσαν για τα μάτια. Όταν βάλουμε ένα σπόρο του φυτού κάτω απ’ το βλέφαρο, δημιουργείται μια κολλώδης ουσία που βοηθά αποτελεσματικά στην αποβολή κάθε ξένου σώματος απ’ το μάτι.

Silybum marianum (L.) Gaertner (κ. Γαϊδουράγκαθο, κουφάγκαθο.) Βιότοπος: Διαταραγμένα οικοσυστήματα. Φαρμακευτικές ιδιότητες: Εφιδρωτικό, χολαγωγό, διουρητικό, τονωτικό, ευεργετικό στο καρδιαγγειακό σύστημα και στη λειτουργία του ήπατος, κατά της αιμόπτυσης, κατά των κολικών, κατά της δυσεντερίας, κατά της υπότασης.
Συστατικά-ουσίες: Αιθέρια έλαια, πικρές ουσίες, ισταμίνη, τυραμίνη, σιλυμαρίνη. Χαρακτηριστικά-ιστορία: Φυτρώνει πάνω σε απορρίμματα, σε εγκαταλελειμμένα χωράφια, στα όρια δρόμων, χρησιμοποιείται ως εδώδιμο, εξ’ ου και η ονομασία του άγρια αγκινάρα.

Smilax aspera L. (κ. Αρκουδόβατος, σμίλακας.) (Εικ. 25)
Βιότοπος: Σε μακκία, θαμνότοπους και ξέφωτα δασών .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά της σύφιλης, κατά των ρευματισμών, κατά της αρθρίτιδας, κατά της υπέρτασης, κατά της χοληστεριναιμίας, κατά των εξανθημάτων, κατά των παθήσεων των αδένων, κατά της εμφράξεως των σπλάχνων, κατά φλεγμονών της ουρήθρας, κατά της ψωρίασης, κατά των νεφροπαθειών, κατά της κυστίτιδας, κατά της επιληψίας, κατά του έλκους, καταπραϋντικό του άσθματος, διουρητικό, αντισπασμωδικό, τονωτικό, αντισκορβουτικό. Συστατικά-ουσίες: Στεροειδείς σαπωνίνες (0,5-3%): κύρια συστατικά: σαρσαπαριγιοσίδη μαζί με παριγίνη, ως προϊόν διάσπασης· επίσης μεταξύ άλλων είναι δεσγλουκοπαριγίνη, δεσγλουκοραμνοπαριγίνη, σαρσαπογενίνη.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Η σμίλακα ανήκει στα φυτά του Διονύσου που φοριόνταν στις διονυσιακές πομπές, μαζί με το κλήμα και τον κισσό. Το φυτό αυτό λέγεται ότι προήλθε από τη μεταμόρφωση της ομώνυμης νύμφης, που είχε κάποτε ερωτευθεί χωρίς ελπίδα, το νεαρό Κρόκο. Γι’ αυτό το λόγο ο Πλίνιος κατατάσσει τη σμίλακα στα πένθιμα φυτά.

Solanum nigrum L. (κ. Στύφνο) (Εικ. 26) Βιότοπος: Διαταραγμένα και εγκαταλελειμμένα οικοσυστήματα .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Μαλακτικό, καταπραϋντικό, αντισπασμωδικό, ναρκωτικό, δηλητηριώδες έως θανατηφόρο, κατά των κνησμών, κατά των μωλώπων, κατά των λειχήνων, κατά των οδυνηρών ελκών, των πρηξιμάτων και των εγκαυμάτων.
Συστατικά-ουσίες: Στεροειδή αλκαλοειδή: σολανίνη, σολαμαργκίνη, στεροειδείς σαπωνίνες. S

partium junceum L. (κ. Σπάρτο.) Βιότοπος: Μακκία και ξέφωτα δασών Pinus, περιστασιακά σε γκρεμούς . Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά των πόνων της καρδιάς, κατά της υδρωπικίας, κατά της χολολιθίασης, ευεργετικό στο συκώτι, ισχυρό καθαρτικό, διουρητικό, τοξικό με τη συχνότητα.
Συστατικά-ουσίες: Αλκαλοειδή: σπαρτεΐνη. Χαρακτηριστικά-ιστορία: Το σπάρτο είναι ένα από τα φυτά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για τεχνικούς σκοπούς. Έτσι, οι σκληρές βέργες του χρησίμευαν για το δέσιμο των κλημάτων. Επίσης, οι βοσκοί έπλεκαν παπούτσια και ρούχα από ξεραμένους και μουσκεμένους βλαστούς του σπάρτου.

Styrax officinalis L. (κ. Στόρακας, αστύρακας.) Βιότοπος: Σε δάση και θαμνώνες .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά του βήχα και του άσθματος, κατά της βρογχίτιδας, αποχρεμπτικό. Συστατικά-ουσίες: Βενζοϊκό οξύ, κινναμωμικό οξύ και παράγωγά τους, βενζοϊκοί εστέρες, βανιλλίνη, σιαρεζινόλη.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Το στοράκι βγάζει μια αρωματική γόμμα, την οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για θυμίαμα.
Ο Ηρόδοτος συνάντησε τη γόμμα αυτή στην Αραβία, όπου την έκαιγαν για να διώξουν από τα δέντρα «φτερωτά φίδια». Αυτά τα φτερωτά φίδια πιθανότατα ήταν ακρίδες. Στην αρχαία Ελλάδα ο στόρακας χορηγούνταν σαν φάρμακο για το βήχα και το άσθμα, σύμφωνα με τον Διοσκορίδη. Στη μυθολογία, ο στόρακας κατάγεται από την Κρήτη και πρωτοφυτεύτηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα στην Αλίαρτο, όταν κατέφυγε εκεί ο κρητικός ήρωας Ραδάμανθυς για ν’ αποφύγει το ζηλιάρη αδελφό του βασιλιά Μίνωα.

Tussilago farfara L. (κ. Χαμολεύκη, βηχάνι, βήχιο) (Εικ. 28)
Βιότοπος: Σε υγρά, σκιερά μέρη. Φαρμακευτικές ιδιότητες: Αντιβηχικό, αποχρεμπτικό, μαλακτικό, κατά παθήσεων του αναπνευστικού συστήματος, κατά του άσθματος, της βρογχίτιδας, της πλευρίτιδας, της πνευμονίας, της γρίππης, κατά των διεσταλμένων μικρών φλεβών του προσώπου, κατά της καταρροής του πεπτικού σωλήνα, κατά των ανοιχτών πληγών και των αποστημάτων.
Συστατικά-ουσίες: Βλέννα: φρουκτόζη, γαλακτόζη, αραβιννόζη, γλυκόζη, ουρονικό οξύ, αιθέρια έλαια, δεψικές ουσίες, φλαβονογλυκοζίτες.

Urginea maritima (L.)Baker (κ. Ασκέλλα, σκυλοκρεμμύδα.) (Εικ. 27) Βιότοπος: Συχνή σε διαταραγμένο και βαριά βοσκημένο έδαφος, αλλά και σε ανοιχτά δάση και σε μικρά νησιά .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά των εγκαυμάτων, κατά της υδρωπικίας, διουρητικό, καρδιοτονωτικό. Συστατικά-ουσίες: Φρουκτοζάνες: σινιστρίνη, υδατάνθρακες: σιτοστερίνη, σκιλλιστερίνη, χολίνη, φλαβονοειδή: ισοραμνετόλη, γλυκοζίτες: σκιλλαρέννη Α, γλυκοσκυλλαρεννίνη Α, σκιλλιροζίτης.
Χαρακτηριστικά-ιστορία:
Η κρεμμύδα χρησίμευε από την αρχαιότητα σαν φυλαχτό και την κρεμούσαν πάνω από τις πόρτες των σπιτιών. Ακόμα και ο Διοσκορίδης εκθειάζει την κρεμμύδα κρεμασμένη πάνω από την πόρτα και κατατάσσει την ασκέλλα στους «πάνακες». Αλλά και ο σπουδαίος Πυθαγόρας ακολουθούσε αυτή τη συνήθεια.
Το γιγαντιαίο κρεμμύδι, που επιζεί στην καλοκαιρινή ξηρασία για να βγάλει το φθινόπωρο τους ψηλούς στάχεις λουλουδιών, συμβολίζει τη δύναμη που ήθελαν να περάσουν στα κτήματα και στα σπίτια τους. Για τους Ιπποκράτειους η ασκέλλα ήταν ένα από τα πιο αρχαία φαρμακευτικά φυτά.

Urtica dioica L. (κ. Τσουκνίδα.) Βιότοπος: Απαντά σε ποικιλία βιοτόπων.
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Αντισπασμωδικό σε περιπτώσεις ρευματισμών και ισχυαλγίας, εντείνει την κυκλοφορία του αίματος, δρα θεραπευτικώς σε περιπτώσεις παραλύσεων, σταματά τη ρινορραγία, κατά της αναιμίας, κατά της αρθρίτιδας, κατά των ρευματισμών, κατά της υδρωπικίας, κατά της παχυσαρκίας, κατά της πέτρας στα νεφρά, κατά των κοινών εξανθημάτων και των κοψιμάτων, κατά των παθήσεων της κύστεως, κατά της κράμπας στο στομάχι, αφροδισιακό. Σ
υστατικά-ουσίες: Μυρμηκικό οξύ, ακετυλοχολίνη, ισταμίνη, γαλλικό οξύ, καροτένια, βιταμίνη C, ταννίνη, άλατα.

Verbascum undulatum L. (κ. Φλώμος, γλώσσα, σπλόνος, μελισσαρού, καλάνθρωπος κλπ.) Βιότοπος: Σε βραχώδη μέρη, αμμώδη παράλια οικοσυστήματα, δίπλα σε δρόμους, σε όχθες, σε ξηρά χωράφια και κήπους.
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Μαλακτικό, αποχρεμπτικό, διουρητικό, καθαρίζει και τονώνει τα μάτια, κατευνάζει τη φλόγωση των βλεφάρων, κατά της καταρροής και της δυσουρίας, κατά της διάρροιας, κατά της δυσεντερίας, κατά των εγκαυμάτων, κατά των κνησμών, κατά των λειχήνων, κατά των αιμορροΐδων, κατά των παθήσεων του στήθους, κατά του βήχα, κατά των φλογώσεων του στόματος και του λάρυγγα, κατά του κρυολογήματος, κατά των εξανθημάτων, κατά των ρευματισμών των άκρων.
Συστατικά-ουσίες: Καροτενοειδείς χρωστικές: άλφα-καροτένιο, φλαβονοειδή: ρουτίνη, εσπεριδίνη, ταννίνες, σαπωνίνες, ιριδοειδή τερπένια: αουκουβίνη.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Το φυτό αυτό χρησιμοποιούνταν ευρέως κατά την αρχαιότητα. Ο Διοσκορίδης και ο Πλίνιος αναφέρουν το φυτό σαν «φλόμο» ή «βερμπάσκουμ».
Verbena officinalis L. (κ. Ιερά βοτάνη των αρχαίων, σπυρόχορτο, σταυρόχορτο, σπληνόχορτο, γοργογιάννι, σταυροβότανο) (Εικ. 29) Βιότοπος: Διαταραγμένο έδαφος, κοίτες ποταμών και υγρά μέρη σε δάση και θαμνότοπους .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Αυξάνει την έκκριση του γάλακτος, επουλωτικό, κατά των νευραλγιών, κατά του βήχα και της βρογχίτιδας, κατά των φλογώσεων του στόματος και του φάρυγγα, κατά της οξείας λαρυγγίτιδας και τραχείτιδας, κατά της χρόνιας βρογχίτιδας, κατά παθήσεων των χειλιών, της στοματικής κοιλότητας και της γλώσσας, κατά παθήσεων των ούλων, κατά της χρόνιας ελονοσίας, κατά της δυσμηνόρροιας, κατά των οιδημάτων, κατά της δυσπεψίας, κατά νευρικών διαταραχών, κατά της ηπατίτιδας
Συστατικά-ουσίες: Ιριδοειδή μονοτερπένια (0,2-0,5%): συμπεριλαμβάνονται βερμπεναλίνη, αστατοσίδιο (0,08%), επίσης διϋδροβερμπεναλίνη, φλαβονοειδή : μεταξύ άλλων λουτεολίνη, σκουτελλαρίνη και 6-υδροξυ-λουτεολίνη γλυκοσίδια, αρτεμιτίνη, σορμπιφολίνη, πενταλιτίνη, νεπετίνη, παράγωγα του καφφεϊκού οξέος: βερμπασκοσίδιο, ευκοβοσίδιο, μαρτυνοσίδιο.

Viola odorata L. (κ. Βιόλα, μενεξές, βιολέτα.) Βιότοπος: Σκιερά μέρη δίπλα σε ρυάκια και σε δάση .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Αντιβηχικό, καταπραϋντικό, αποχρεμπτικό, αντιπυρετικό, ελαφρώς ευκοίλιο, μαλακτικό, εφιδρωτικό, αντιφλογιστικό, κατά των φλογώσεων των πνευμόνων και των νεφρών, κατά της καταρροής και της βρογχίτιδας, κατά των φλεγμονών, κατά των εξανθηματικών πυρετών, κατά της δύσπνοιας, κατά της στηθάγχης, κατά των πονοκεφάλων, κατά των ρευματισμών, κατά του άσθματος, κατά των ημικρανιών, κατά παθήσεων του στόματος και του δέρματος.
Συστατικά-ουσίες: Αιθέρια έλαια (περίπου 0,043%): τρανς-άλφα-ιονόνη(παρμόνη), κύρια συστατικά (-)-ζινγκιμπερένιο, (+)-κουρκουμένιο, διϋδρο-βήτα-ιονόνη, ισομπορνεόλη, μεθυλεστέρας του σαλικυλικού οξέος, βήτα-νιτροπροπιονικό οξύ, σαπωνίνες (?? άγνωστη δομή), αλκαλοειδή . Χαρακτηριστικά-ιστορία: Οι αρχαίοι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν ως θεραπευτικό των πονοκεφάλων. Επίσης οι Άραβες είχαν χρησιμοποιήσει σιρόπια της βιόλας για διάφορες παθήσεις.

Vitex agnus-castus L. (κ. Λυγαριά, καναπίτσα.) (Εικ. 30) Βιότοπος: Σε ξηρές κοίτες ρυακιών και σε αμμώδεις και βραχώδεις παραλίες .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Κατά διαταραχών του έμμηνου κύκλου και κατά του συνδρόμου PMS, κατά σωματικών διαταραχών που ακολουθούνται από αλλαγές στη συμπεριφορά, κατά σεξουαλικών διαταραχών στις γυναίκες.
Συστατικά-ουσίες: Ιριδοειδή γλυκοσίδια, αγκνοσίδιο, αουκουμπίνη, φλαβονοειδή, συμπεριλαμβανομένης της καστικίνης και του 3,6,7,4΄-τετραμέθυλ-αιθέρα του 6-υδροξυ-καμφορικού έλαιου, αιθέρια έλαια , μεταξύ άλλων, 1,8-κινεόλη, άλφα- και βήτα-πινένια, λιπαρά οξέα.

Vitis vinifera L. (κ. Αμπέλι, κλήμα.) Βιότοπος: Σε θαμνότοπους, όχθες ποταμών και βράχους . Ευρέως καλλιεργούμενο σε κήπους και αμπελώνες και συχνά απαντάται ως «δραπέτης» από καλλιέργεια .
Φαρμακευτικές ιδιότητες: Στυπτικό, τονωτικό, ρυθμιστικό της κυκλοφορίας του αίματος, επουλωτικό, διαιτητικό, κατά της παχυσαρκίας, κατά των πονοκεφάλων, κατά των αφροδίσιων νοσημάτων όπως σύφιλη.
Συστατικά-ουσίες: Φλαβονοειδή (4%), ταννίνες, οξέα φρούτων, συμπεριλαμβανομένων των: ταρταρικό οξύ, μαλικό οξύ, σουκκινικό οξύ, κιτρικό οξύ, οξαλικό οξύ, παράγωγα του φαινυλ-ακρυλικού οξέος: p-κουμαροΰλη, καφφεοΰλη, φερουλοΰλ-σουκκινικό οξύ.
Χαρακτηριστικά-ιστορία: Το κλήμα ήταν ανακάλυψη του Διονύσου και αφιερωμένο σ’ αυτόν. Άπειροι μύθοι που βρήκαν την έκφρασή τους και στις τέχνες, αναφέρονται στις σχέσεις του πανάρχαιου αυτού φυτού και του θεού του κρασιού.
Σε ορισμένα νομίσματα, όπως είναι το τετράδραχμο της Μένδης, το κλήμα παριστάνεται μαζί μ’ ένα γάϊδαρο. Ο γάϊδαρος βέβαια είναι το υποζύγιο του Διονύσου, αλλά η παράσταση μπορεί να έχει κι άλλη συμβολική σημασία. Στον Παυσανία, αναφέρθηκε, σ’ ένα πέρασμά του από το Ναύπλιο, πως ο σκαλισμένος σ’ ένα βράχο γάϊδαρος, που του έδειξαν εκεί, τιμά το ζώο που έφαγε κλαριά από ένα κλήμα και το έκανε να αποδώσει την άλλη χρονιά πολύ περισσότερα σταφύλια. Μ’ αυτή την ιστορία ο γάϊδαρος πρέπει να είναι ο εφευρέτης του κλαδέματος των κλημάτων.
Άλλα φαρμακευτικά φυτά είναι τα εξής:
63. Agropyron junceum (L.) Beauv. (κ. Αγριάδα, αγρόπυρο.)
64. Ammi majus L. (κ. Ασπροκέφαλος. )
65. Anagallis arvensis L. (κ. Κορχήστρα, περδικούλι, αναγαλλίδα.)
66. Anthemis arvensis L. (κ. Μαργαρίτα.)
67. Anthoxanthum odoratum L. (κ. Ανθόξανθο.)
68. Aphanes arvensis L. (κ. Αλχεμίλλη, αλχεμίλλη η αρουραία.)
69. Arctium lappa L. (κ. Πλατανομαντηλίδα, κολλητσίδα.)
70. Arum italicum Miller (κ. Φιδόχορτο, δρακόχορτο, δρακοντιά.)
71. Arundo donax L. (κ. Καλάμι.)
72. Avena sativa L. (κ. Βρώμη.)
73. Calystegia sepium (L.)R.Br. (κ. Περιπλοκάδα.)
74. Centranthus ruber (L.) DC. (κ. Ανάλατος, μοσχολιός, πλεμονόχορτο, ερπίνη, μάης.)
75. Ceterach officinarum DC. (κ. Χρυσόχορτο, σκορπίδι.)
76. Cistus parviflorus Lam. (κ. Λαδανιά, λάδανο, λουβιδιά.)
77. Cistus salviifolius L. (κ. Λαδανιά, λάδανο, λουβιδιά, κουνούκλα.)
78. Conyza canadensis (L.). Cronq. (κ. Κόνυζα, κονυζός.)
79. Convolvulus arvensis L. (κ. Περικοκλάδα.)
80. Daphne gnidioides Jaub & Spauch. (κ. Χολοκούκι.)
81. Dipsacus fullonum L. (κ. Γνάφος, νεροκράτης, νεράγκαθο.)
82. Dittrichia viscosa (L.) Aiton (κ. Ψυλλήθρα, κονυζιά.)
83. Epilobium hirsutum L. (κ. Παραχνούδι.)
84. Epipactis helleborine (L.) Cr. (κ. Σαλέπι.)
85. Erodium cicutarium (L.) L' Her. (κ. Γεράνι, βελονίδα.)
86. Eryngium campestre L. (κ. Αγκαθιά, μοσχάγκαθο, φιδάγκαθο, άσπαρτο, παπαδίτσα )
87. Eryngium maritimum L. (κ. Αγκαθιά, μοσχάγκαθο, φιδάγκαθο, άσπαρτο, παπαδίτσα )
88. Euphorbia helioscopia L. (κ. Γαλατσίδα.)
89. Euphorbia exigua L. (κ. Γαλατσίδα.)
90. Euphorbia peplis L. (κ. Γαλατσίδα.)
91. Galium aparine L. (κ. Κολλητσίδα.)
92. Geranium robertianum L. (κ. Γεράνι.)
93. Glaucium flavum Crantz (κ. Κίτρινη παπαρούνα.)
94. Helianthus annuus L. (κ. Ήλιος, ηλίανθος.)
95. Hypericum empetrifolium Willd. (κ. Βαλσάμινο, βάλσαμο, βαλσαμόχορτο, αγούδουρας, λειχηνόχορτο, σπαθόχορτο, περίκη, χελωνόχορτο, προδρόμου βότανο)
96. Juniperus phoenicea L. (κ. Άρκευθος, αγριοκυπάρισσο, κέντρο, βένι.)
97. Leontice leontopetalum L. ssp. leontopetalum (κ. Πουρδαλιά.)
98. Lithodora hispidula (Sibth. Asm.) Griseb. (κ. Λιθόσπερμο, δαδάκι, αιγόνυχο)
99. Lotus corniculatus L. (κ. Αγριοστροφύλλι, άγριο τριφύλλι, ντρελοκούκκι, φασολάκι.)
100. Malva sylvestris L. (κ. Μολόχα.)
101. Marrubium vulgare L. (κ. Βρωμόμουρο, σκυλόχορτο, σάρωμα, ασπροπρασιά, πράσιο, πικροπάνι.)
102. Mentha aquatica L. (κ. Γλυφωνάκι.) 1
3. Mentha rotundifolia (L.) Hunds. (κ. Αγριοδυόσμος.)
104. Nasturtium officinale R. Br. (κ. Νεροκάρδαμο, κρεσόν.)
105. Osyris alba L. (κ. Πλευριτόχορτο.)
106. Phytolacca americana L. (κ Αγριοσταφίδα.)
107. Plantago lagopus L. (κ. Ψυλλόχορτο, νεροκόνιζα, πεντάνευρo.)
108. Plantago major L. (κ. Ψυλλόχορτο, νεροκόνιζα, πεντάνευρo.)
109. Polygonum aviculare L. (κ. Ψηδόχορτο.)
110. Populus nigra L. (κ. Λεύκα η μαύρη, καβάκι.)
111. Pulicaria dysenterica (L.) Bernh. (κ. Σκυλλόχορτο.)
112. Quercus ilex L. (κ. Αριά.)
113. Ranunculus ficaria L. (κ. Ζοχαδόχορτο, σφουρδακέλα, σφουρδάκλα.)
114. Ruscus aculeatus L. (κ. Κρυφός έρωτας.)
115. Salix fragilis L. (κ. Ιτιά.) 116. Salsola kali L. (κ. Αρμυρίδη.)
117. Sanguisorba minor Scop. (κ. Πιμπρινέλλα.)
118. Sarcopoterium spinosum (L.) Spach (κ. Αφάνα, στεβάδα, αστιβίδα, αχυροστουβιά, πίσσουρο κλπ.)
119. Scolymus hispanicus L. (κ. Σκόλυμπρος.)
120. Sempervivum marmoreum Griseb. (κ. Αμάραντος.)
121. Sisymbrium officinale L. (κ. Σισύμβριο.)
122. Symphytum anatolicum C. Schimper (κ.Σύμφυτο, αυτί του γαϊδάρου, χονδρούτσικο, στεκούλι.)
123. Tamus communis L. (κ. Αβρωνιά, βρυωνιά, αδρανιά, οβριά.)
124. Teucrium chamaedrys L. ssp. chamaedrys (κ. Χαμαιδρυά, λαγοτσιμιθιά, βοτάνι της αγάπης, δεσποινόχορτο.)
125. Teucrium polium L. (κ. Τεύκριο, λαγοτσιμιθιά, βοτάνι της αγάπης, δεσποινόχορτο, άγριος αμάραντος.)
126. Tordylium apulum L. (κ. Καυκαλίδα, καυκαλήθρα, μοσχολάχανο.)
127. Ulmus minor Miller [Ulmus campestris] (κ. Πτελιά, φτελειός, καραγάτσι.)
128. Verbascum blattaria L. (κ. Φλώμος, γλώσσα, σπλόνος, μελισσαρού, καλάνθρωπος κλπ.)
129. Veronica arvensis L. (κ. Βερόνικα.)
130. Xanthium strumarium L. (κ. Αγριομελιτζάνα, κολλητσίδα, ήμερη κολλητσάδα.)

3.4. Μελισσοκομία – Μελισσοκομικά φυτά
Ως μελισσοκομικά φυτά εννοούμε τα φυτά εκείνα που είτε παράγουν νέκταρ είτε παράγουν γύρη ή και τα δύο, καθώς και κάποια άλλα που δίνουν μελιτώματα φυτικά ή ζωικά. Τέτοια φυτά απαντούν συχνότατα στην Ελλάδα και οι λόγοι της παρουσίας τους αυτής είναι πολλοί.
Κατ’ αρχήν, η ελληνική χλωρίδα είναι από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη και συνάμα από τις πιο ενδιαφέρουσες. Tο πιο σημαντικό στοιχείο της είναι η ύπαρξη αείφυλλων πλατύφυλλων και κυρίως σκληρόφυλλων ειδών, καθώς και πολλών θερόφυτων και γεώφυτων, εξαιτίας του ξερού κλίματος και της μεγάλης ξηρής περιόδου.
Έτσι, οι κύριες βλαστητικές διαπλάσεις που σχηματίζονται ειδικά στη νότια Ελλάδα και στα νησιά, είναι τα φρυγανικά οικοσυστήματα και οι θαμνώνες, οι οποίοι φιλοξενούν πάμπολλα μελισσοκομικά φυτά. Η διασπορά λοιπόν των μελισσοκομικών φυτών στην χώρα είναι πολύ μεγάλη και εκτείνεται από την παραλιακή ζώνη, μέχρι ακόμα και την ανώτερη ορεινή, με ιδιαίτερη όμως ανάπτυξη στις λοφώδεις περιοχές και στις πλαγιές των χαμηλών βουνών.
Μια τέτοια εξάπλωση και αφθονία των εν λόγω φυτών, δεν θα μπορούσε να μείνει ανεκμετάλλευτη από τον άνθρωπο. Έτσι, από την αρχαιότητα ακόμη, η μελισσοκομία είχε αναχθεί σε τέχνη και η συγκομιδή από άγριο μέλι είναι γνωστή ήδη από τους αρχαίους Αιγυπτίους.

Στον δε ελληνικό χώρο, το μάζεμα των σμηνών των μελισσών, η μεταφορά τους σε κατάλληλα μέρη και γενικά η εκτροφή τους, ήταν γνωστές από τα χρόνια του Ομήρου. Σε μυκηναϊκές γραφές αναφέρεται μέλι μέσα σε αμφορείς, δηλαδή σε αξιόλογες ποσότητες, σαν χορηγήσεις σε άτομα ή προσφορές στους θεούς. Τους νεκρούς μάλιστα τους εφοδίαζαν με ένα κομμάτι γλυκό με μέλι για να καθησυχάσουν τον Κέρβερο.
Ακόμα και ο Οδυσσέας πρόσφερε στους θεούς του κάτω Κόσμου μέλι και γάλα, όταν η Κίρκη τον συμβούλευσε να επικοινωνήσει με την ψυχή του τυφλού μάντη Τειρεσία, για να μάθει για το μέλλον του. Και για τους ανθρώπους όμως το μέλι, σαν μοναδικό γλυκαντικό της εποχής, ήταν ένα βασικό συστατικό της τροφής τους.

Ο πρώτος που φέρεται να δίδαξε στον άνθρωπο τη μελισσοκομία είναι ο βασιλιάς Αρισταίος από την Αρκαδία, γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Κυρήνης, που ανατράφηκε στο Πήλιο από τον Χείρωνα. Κατά τη γνώμη των αρχαίων, οι μέλισσες βγάζουν το κερί από τη γύρη και το μέλι από τον αέρα και ήταν ένα από τα πρώτα στάδια της κτηνοτροφίας.
Από τότε έσπερναν για τις μέλισσες ειδικά φυτά, όπως τριφύλλι, καμπανούλες, ανεμώνες, μενεξέδες, παπαρούνες και διάφορα είδη θυμαριών και θάμνων ή μεταφέρανε τις κυψέλες από μια ανθισμένη περιοχή σε μια άλλη. Οι κυψέλες αυτές ήταν φτιαγμένες από κλαδιά λυγαριάς ή από πηλό.

Το καλύτερο και πιο γλυκό μέλι προερχόταν από την Αττική, όπου ήταν ως πρόσφατα ένα πολύτιμο προϊόν εμπορίας, αλλά και η Κρήτη, οι Κυκλάδες, η Κάλυμνος, η Κύπρος και η Κως ήταν ονομαστές για το μέλι τους. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που μαρτυρούν την οικονομική σπουδαιότητα της μελισσοκομίας στην αρχαιότητα, καθώς οι κυψέλες ήταν από τα βασικά εργαλεία των αρχαίων αγροκτημάτων.
Το μέλι ήταν τροφή για τα μωρά, χρησίμευε για φαρμακευτικούς σκοπούς, για γλυκίσματα και ποτά και σαν προσφορά στους θεούς και στους νεκρούς. Η παραγωγή ήταν μεγάλη και την ευνοούσε η πλούσια βλάστηση. Επίσης το κερί από τις μέλισσες είχε ιδιαίτερη σημασία. Το χρησιμοποιούσαν για το γυάλισμα των κιονόκρανων, για το σφράγισμα των αμφορέων και για τη στεγανοποίηση των καραβιών. Τα φτερά του Ίκαρου ήταν κολλημένα με κερί μέλισσας, γι’ αυτό και έλιωσαν όταν εκείνος πέταξε πολύ κοντά στον ήλιο.

Οι σύντροφοι του Οδυσσέα βούλωσαν με κερί μέλισσας τα αυτιά τους, για να μην ακούσουν τις Σειρήνες. Το κερί ήταν πάντα ένα απαραίτητο εφόδιο στα καράβια, γιατί μ’ αυτό βούλωναν κάθε διαρροή που παρουσιαζόταν στα ύφαλα. Αλλά και οι σημερινές χρήσεις των προϊόντων της μελισσοκομίας είναι πάρα πολλές.
Λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας και τη διεύρυνση της επιστημονικής γνώσης, τεκμηριώθηκε η μεγάλη ωφέλεια των προϊόντων της μέλισσας και η εμπειρία της πρακτικής ιατρικής μπόρεσε να εξηγηθεί, να υποστηριχτεί και να συμπληρωθεί από δεκάδες επιστήμονες που εργάστηκαν σε διάφορες χώρες, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, με διαφορετικά ερευνητικά αντικείμενα. Έτσι, εκτός από το μέλι, που είναι αρκετά γνωστή η θρεπτική και φαρμακευτική του αξία, το κερί παρ’ όλο που χρησιμοποιούνταν ευρύτατα στο παρελθόν, είναι αξιοσημείωτο πόσο διαφορετικές χρήσεις έχει σήμερα. Αξιοποιείται λοιπόν από πολλά είδη βιομηχανιών, όπως για την παραγωγή και βελτίωση φαρμακευτικών σκευασμάτων, για τη δημιουργία καλλυντικών, στα φίλτρα τσιγάρων, στη βιομηχανία κεριών, στα βερνίκια, σε εντομοκτόνα, σε εντομοαπωθητικά σκευάσματα, ακόμα και σε μπογιές ζωγραφικής. Ακόμα, πολύ σημαντικά μελισσοκομικά προϊόντα είναι η γύρη, ο βασιλικός πολτός, η πρόπολη και το δηλητήριο της μέλισσας.

Η γύρη και ο βασιλικός πολτός είναι πλήρεις φυσικές τροφές και αποτελούν πλούσιες πηγές πρωτεϊνών, βιταμινών, αμινοξέων, ορμονών, ενζύμων και ανόργανων στοιχείων. Τέλος, η πρόπολη και το δηλητήριο θεωρούνται ότι έχουν θρεπτικές και φαρμακευτικές ιδιότητες και έχουν αρχίσει ήδη να αξιοποιούνται ανάλογα. Από όλα τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι η μελισσοκομία είναι ένας πολύ σοβαρός κλάδος της κτηνοτροφίας, ο οποίος μπορεί να αποφέρει άμεσα κέρδη με τα ποικίλα προϊόντα της, αλλά και έμμεσα, αν σκεφτεί κανείς ότι η πιο ευεργετική δράση των μελισσών είναι η επικονίαση των φυτών, τα οποία βέβαια δεν είναι απαραίτητο να είναι αυτοφυή, αλλά να είναι και καλλωπιστικά ή καλλιεργούμενα.
 Αυτό, σε συνδυασμό με την αφθονία των μελισσοκομικών φυτών που βρέθηκαν στην Κω, είναι πολύ σημαντικά κίνητρα για την ανάπτυξη της μελισσοκομίας στο νησί. Ειδικότερα, από τα 391 φυτά που απαντώνται στην Κω τα 100 είναι κατ’ εξοχήν μελισσοκομικά και είναι τα εξής:

3.4.1. Κατάλογος μελισσοκομικών φυτών της περιοχής μελέτης
GYMNOSPERMAE CUPRESSACEAE Juniperus phoenicea L.
PINACEAE Pinus brutia Ten. Pinus halepensis L.
ANGIOSPERMAE DICOTYLEDONES ACERACEAE Acer sempervirens L.
ANACARDIACEAE Pistacia lentiscus L. Pistacia terebinthus
L. ARALIACEAE Hedera helix L.
BORAGINACEAE Heliotropium dolosum de Not.
CAPPARACEAE Capparis spinosa L.
CAPRIFOLIACEAE Lonicera etrusca G. Santi
CISTACEAE Cistus creticus L. ssp. creticus Cistus parviflorus Lam. Cistus salviifolius L.
COMPOSITAE Centaurea acicularis Sm. var. urvillei Boiss. ( C. exscapa d’ Urv.)
Centaurea cyanus L. Centaurea raphanina Sibth. Smith. ssp. mixta (DC.)
Runemark Centaurea spinosa L.
Cichorium intybus L. Helianthus annuus L. Inula verbascifolia (Willd.) Hausskn. ssp. methanea (Hausskn.) Tutin.
CONVOLVULACEAE Convolvulus arvensis L. Convolvulus pentapetaloides L.
ERICACEAE Arbutus unedo L. Erica manipuliflora Salisb.
EUPHORBIACEAE Euphorbia exigua L. Euphorbia helioscopia L. Euphorbia paralias L. Euphorbia peplis L.
FAGACEAE Quercus pubescens Willd Quercus coccifera L. Quercus ilex L.
GERANIACEAE Erodium cicutarium (L.) L' Her. Geranium lucidum L. Geranium robertianum L. JUGLANDACEAE Juglans regia L. LABIATAE Coridothymus capitatus (L.) Reichenb fil Marrubium vulgare L. Mentha longifolia (L.) Hudson Mentha aquatica L. Mentha pulegium L. Mentha rotundifolia (L.) Hunds. Origanum onites L. Salvia fruticosa Miller Salvia officinalis L. Salvia sclarea L. Satureja juliana L. Teucrium chamaedrys L. ssp. chamaedrys
LAURACEAE Laurus nobilis L. LEGUMINOSAE Cercis siliquastrum L. Genista acanthoclada D.C. Lathyrus sphaericus Retz. Lathyrus aphaca L. Medicago marina L. Medicago branceana Boiss. Medicago falcata L. Medicago littoralis Loisel Medicago polymorpha L. Spartium junceum L. Trifolium angustifolium L. Trifolium cherleri L. Trifolium hirtum All. Trifolium pilulare Boiss. Trifolium scabrum L. Trifolium stellatum L. Trifolium tomentosum L. Trifolium campestre Schreber MALVACEAE Malva sylvestris L.
MYRTACEAE Myrtus communis L. OLEACEAE Fraxinus ornus L. Olea europaea ssp. oleaster L. PAPAVERACEAE Fumaria officinalis L. Papaver rhoeas L. PLANTAGINACEAE Plantago lanceolata L. POLYGONACEAE Polygonum aviculare L. Polygonum maritimum L. PRIMULACEAE Cyclamen graecum Link RANUNCULACEAE Anemone coronaria L. Delphinium staphisagria L.
RHAMNACEAE Paliurus spina-christi Miller Rhamnus lycioides L. ssp. graecus (Boiss. & Reuter) Tutin ROSACEAE Crataegus monogyna Jacq. Pyrus spinosa Forssk. Rubus sanctus Schreber SALICACEAE Populus nigra L. Salix alba L. Salix amplexicaulis Bory Salix cf. excelsa J.F. Gmelin [S. australior Ands.] Salix fragilis L.
SCROPHULARIACEAE Verbascum sinuatum L. Verbascum blattaria L. Verbascum lydium Boiss. var. heterandrum Verbascum undulatum L. TAMARICACEAE Tamarix hampeana Boiss & Heldr Tamarix parviflora DC.
UMBELLIFERAE Daucus carota L.
VERBENACEAE Verbena officinalis L. Vitex agnus-castus L.
VITACEAE Vitis vinifera L.
MONOCOTYLEDONES LILIACEAE Asparagus acutifolius L. Asphodelus aestivus Brot

Πηγή: www.dikaiosnet.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια: