Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Προοπτικές Εκμετάλλευσης των αρωματικών φυτών της Κρήτης

του Κώστα Οικονομάκη 


Α) Τα αρωματικά και φαρμακευτικά φυτά της Κρήτης. 

 Τα κυριότερα είδη στα οποία γίνεται εκμετάλλευση σήμερα είναι:  .....



1. ο Δίκταμος ( Οriganum dictamnus L.) 
2. η Μαλοτίρα (Sideritis syriaca L.) 
3. η Ρίγανη (Origanum vulgare ssp hirtum και O. onites) 
4. η Φασκομηλιά (Salvia fruticosa) 
5. η Ματζουράνα (Origanum microphyllum L.) και 
6. η κομμεορρητίνη «Αλάδανος» από το φυτό Cistus creticus ssp creticus 

Από τα παραπάνω είδη μόνο ο δίκταμος καλλιεργείται με κέντρο καλλιέργειας την Έμπαρο Ηρακλείου και τα γύρω χωριά, ενώ για τα υπόλοιπα γίνεται εκμετάλλευση των υπαρχόντων φυσικών πληθυσμών. 
Η καλλιεργούμενη με δίκταμο έκταση συνολικά στην Κρήτη κυμαίνεται από 20-100 στρέμματα ανάλογα με την τιμή που διαμορφώνεται στην αγορά την προηγούμενη καλλιεργητική περίοδο, χωρίς τον παραμικρό προγραμματισμό, οργάνωση ή έρευνα της αγοράς. 
Τελευταία παρουσιάζεται αξιοσημείωτο ενδιαφέρον από οίκους του εξωτερικού για το αιθέριο έλαιο του δικτάμου, πέραν της σε σημαντικές ποσότητες απορρόφησης του αποξηραμένου φυτού, από τον Ιταλικό οίκο Martini. 
Ο δίκταμος και η μαλοτίρα έχουν χαρακτηρισθεί ως απειλούμενα είδη. Το πρώτο έχει διασωθεί με την καλλιέργεια, ενώ για το δεύτερο είδος, τη μαλοτίρα, η κατάσταση περιγράφεται ως δραματική χωρίς ίχνος υπερβολής. 
Στον Ψηλορείτη η μαλοτίρα πρακτικώς έχει εξαφανισθεί, ενώ στα Λευκά Όρη εκτιμάται ότι έχει απομείνει το 30% των φυσικών πληθυσμών που υπήρχαν πριν από 30 χρόνια. 
Αιτία της καταστροφής εκτός από την υπερεκμετάλλευση είναι και η αλλαγή του πανάρχαιου συστήματος εκτροφής των αιγοπροβάτων, της μετακινούμενης δηλαδή κτηνοτροφίας, σε ένα σύστημα συνεχούς εκτροφής με μεταφερόμενες ζωοτροφές στην ίδια ορεινή περιοχή, με αποτέλεσμα την ολική καταστροφή της τοπικής χλωρίδας και λόγω υπερβόσκησης αλλά και λόγω καταπάτησης και καταστροφής, την άνοιξη, των νεαρών σποροφύτων όλων των φυτικών ειδών από τα εκτρεφόμενα ζώα. Το Εργαστήριο Υδροπονίας - Αρωματικών φυτών του Ινστιτούτου Υποτροπικών & Ελιάς Χανίων έχει εγκαταστήσει από το 1995, στα πλαίσια της Κοινοτικής Πρωτοβουλίας LEADER I, πιλοτική βιολογική καλλιέργεια σε έκταση 5 στρεμμάτων στο οροπέδιο Ομαλού Χανίων με εξαιρετικά αποτελέσματα όσον αφορά εις το ύψος και την ποιότητα της παραγωγής. 

Η καλλιέργεια, όπως συνέβη και με τον Δίκταμο, είναι η αποτελεσματικότερη μέθοδος προστασίας και αυτού του απειλούμενου ενδημικού της Κρήτης. Οι συγκομιζόμενες σήμερα ποσότητες μαλοτίρας από φυσικούς πληθυσμούς δεν επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών της τοπικής αγοράς, ενώ παρατηρείται αξιοσημείωτη ζήτηση από έλληνες και ξένους επισκέπτες της Κρήτης οι οποίοι έτυχε να γνωρίσουν το προϊόν. 
Σημαντικές ποσότητες «Τσάϊ του Βουνού» (άλλα είδη Sideritis) εισάγονται στην Κρήτη από άλλες περιοχές της χώρας από τους βιοτέχνες συσκευαστές αρωματικών φυτών για την κάλυψη της ζήτησης της αγοράς. Η ποιότητα της ελληνικής και μάλιστα της κρητικής ρίγανης είναι γνωστή στις διεθνείς αγορές για τα υψηλά ποιοτικά της χαρακτηριστικά (υψηλή περιεκτικότητα σε αιθέριο έλαιο πλουσιότατο σε καρβακρόλη). 

Οι ποσότητες ρίγανης που συλλέγονται από τους αυτοφυείς πληθυσμούς στην Κρήτη έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και αυτό οφείλεται στη μείωση των αυτοφυών φυτών λόγω κυρίως της αλλαγής της γεωργικής πρακτικής (χημική ζιζανιοκτονία) που είχε σαν επακόλουθο την εξαφάνιση των αυτοφυών φυτών από τις παρυφές διαφόρων καλλιεργειών (ελιές, αμπέλια κλπ), στην αλλαγή χρήσεως γης σε περιοχές όπου αυτοφυόταν, καθώς και στη δυνατότητα απασχόλησης σε άλλες πλέον επικερδείς ή λιγότερο κοπιαστικές δραστηριότητες. 

Η μείωση των συλλεγόμενων ποσοτήτων καθώς και η αύξηση της τιμής των ημερομισθίων είχε ως αποτέλεσμα την σημαντική αύξηση της τιμής του προϊόντος, που επέτρεψε την εισαγωγή ρίγανης ευτελούς ποιότητας και πολύ χαμηλής τιμής από γειτονικές χώρες και δυστυχώς τη συσκευασία και διακίνησή της στην αγορά, ελληνική και ξένη, με «ελληνικά χρώματα» που είχε ως αποτέλεσμα τη δυσφήμιση της ελληνικής ρίγανης στη διεθνή αγορά. 
Θα λέγαμε ότι η ρίγανη που συλλέγεται στην Κρήτη αντιπροσωπεύει ποσοτικά λιγότερο από το 10% της διακινούμενης στην αγορά ως «κρητικής ρίγανης» και ως επί το πλείστον ιδιοκαταναλώνεται από τους συλλέκτες. Το Εργαστήριο Υδροπονίας - Αρωματικών φυτών του Ινστιτούτου Υποτροπικών & Ελιάς Χανίων σε συνεργασία με τη Φαρμακευτική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών, στα πλαίσια μιας εξελισσόμενης ερευνητικής εργασίας, έχει μελετήσει σημαντικό αριθμό των φυσικών πληθυσμών ρίγανης της Κρήτης και διατηρεί στις εγκαταστάσεις του από το 1999 συλλογή με τους πλέον ενδιαφέροντες από πλευράς αγρονομικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών. 

 Αντίστοιχη με αυτή της ρίγανης είναι η εικόνα της αγοράς και για τη φασκομηλιά παρά το γεγονός ότι οι αυτοφυείς πληθυσμοί της Κρήτης παρουσιάζουν εξαιρετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά, διαφοροποιούμενοι σε δύο μεγάλες ομάδες ως προς την περιεκτικότητα του αιθερίου ελαίου τους σε θουγιόνη, γεγονός που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί εμπορικά και ανάλογα με τον προορισμό χρήσης της. 

Το Εργαστήριο Υδροπονίας - Αρωματικών φυτών του Ινστιτούτου Υποτροπικών & Ελιάς Χανίων σε συνεργασία με τη Φαρμακευτική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών έχει μελετήσει σημαντικό αριθμό των φυσικών πληθυσμών φασκομηλιάς της Κρήτης και έχει εγκαταστήσει από το 1998 συλλογή με τους πλέον ενδιαφέροντες από πλευράς αγρονομικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών. 
 Η ματζουράνα ή αντωναϊδα συλλέγεται κυρίως στα Λευκά Όρη και συνοδεύει τη μαλοτίρα στη χωρική εμπορική της συσκευασία, χωρίς να έχει σήμερα ιδιαίτερη οικονομική σημασία. 
Η κομμεορρητίνη αλάδανος συλλέγεται ως έκκριμα από το φυτό Cistus creticus ssp creticus (αγκίσαρος, αλαδανιά) κατά παγκόσμια αποκλειστικότητα στην τέως επαρχία Μυλοποτάμου Ρεθύμνης με επίκεντρο το χωριό Σίσσες, όπου λειτουργεί και βιοτεχνία, που χρηματοδοτήθηκε στα πλαίσια του LEADER II, για τη συσκευασία και εξαγωγή σε αραβικές χώρες. 

 Β) ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ 

Οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα στην αγορά των κύριων γεωργικών προϊόντων της Κρήτης (ελαιόλαδο, εσπεριδοειδή κλπ) αλλά και οι τάσεις της διεθνούς αγοράς (στροφή του καταναλωτικού κοινού στα φυσικά προϊόντα), όπως και οι εφαρμοζόμενες πολιτικές (επιδοτήσεις, ενισχύσεις δράσεων) τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο συνηγορούν, ίσως περισσότερο από ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, για την ανάπτυξη της καλλιέργειας των αρωματικών φυτών στο νησί μας. Επιπλέον, λόγοι προστασίας των απειλούμενων ειδών επιβάλουν την καλλιέργειά τους. 

Τα διάφορα προγράμματα για την προστασία και ανάδειξη της Ορεινής ζώνης αποτελούν σήμερα μοναδικό εργαλείο για την ορθολογική, από πλευράς κοινωνικής, οικονομικής και οικολογικής θεώρησης, εφαρμογή δράσεων στην ορεινή ζώνη, μέσα στις οποίες πρωτεύοντα ρόλο έχει η καλλιέργεια επιλεγμένων αρωματικών-φαρμακευτικών φυτών. Οι ερευνητικές εργασίες και τα πιλοτικά έργα που έχουν γίνει στο Εργαστήριο Υδροπονίας - Αρωματικών φυτών του Ινστιτούτου Υποτροπικών & Ελιάς Χανίων δίδουν ενδιαφέροντα στοιχεία όχι μόνο από πλευράς οικοφυσιολογίας και καλλιεργητικής τεχνικής ορισμένων επιλεγμένων ειδών αρωματικών φυτών της Κρήτης, αλλά και από πλευράς οικονομικότητας της καλλιέργειάς τους. 

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η καλλιέργεια της μαλοτίρας (πάντα σε υψόμετρο μεγαλύτερο των 900μ) αποδίδει καθαρό ετήσιο εισόδημα από 600-800.000δρχ/στρέμμα, ενώ η καλλιέργεια της ρίγανης (ανεξαρτήτως υψομέτρου) από 400-600.000δραχμές, αποτελώντας έτσι την αποδοτικότερη (με βάση το επενδυόμενο κεφάλαιο) οικονομική δραστηριότητα σε ορεινές περιοχές. 
Οι δύο αυτές καλλιέργειες δεν απαιτούν άρδευση και μπορούν να αναπτυχθούν σε οριακά, από πλευράς γονιμότητας, εδάφη, ενώ μπορούν να συνδυασθούν με τη μελισσοκομία καθώς και να ενταχθούν σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αγροτουρισμού-οικολογικού τουρισμού που θα περιλαμβάνει εκτός από τα κατάλληλα καταλύματα και τις υπηρεσίες, και μικρές μονάδες επεξεργασίας-εμπορίας φυσικών και παραδοσιακών προϊόντων, πολλαπλασιάζοντας έτσι το εισόδημα και προσφέροντας νέες θέσεις απασχόλησης στην περιοχή εφαρμογής. 

Η καλλιέργεια της μαλοτίρας σε έκταση 2.000 στρεμμάτων στα Λευκά Όρη και τον Ψηλορείτη θα έσωζε το φυτό από τον αφανισμό και δεν θα αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα διάθεσης στην αγορά. Εκτιμούμε ότι η αγορά σήμερα μπορεί εύκολα να απορροφήσει την παραγωγή από 50.000 στρέμματα ρίγανης της Κρήτης με εκλεκτά ποιοτικά χαρακτηριστικά. 

Η καλλιέργεια μιας ελάχιστης έκτασης 2000 στρεμμάτων με ρίγανη καθιστά οικονομικά βιώσιμη και επικερδή τη λειτουργία μονάδας υδραπόσταξης για την παραλαβή του αιθερίου ελαίου όχι μόνο της ρίγανης αλλά και άλλων αρωματικών φυτών για τα οποία υπάρχει σημαντική ζήτηση στη διεθνή αγορά (δίκταμος, δαφνόφυλλα, φασκομηλιά). 
Η καλλιέργεια του δίκταμου είναι αρδευόμενη και σχετικά απαιτητική σε εργατικά, παρουσιάζει όμως σημαντικές δυνατότητες επέκτασης, όντας αποκλειστικότητα της Κρήτης, καθώς όχι μόνο το αποξηραμένο προϊόν (δρόγη) αλλά και το αιθέριο του έλαιο έχουν αξιόλογη ζήτηση στη διεθνή αγορά. Η λειτουργία μιας μονάδας παραγωγής αιθερίου ελαίου, θα προσέφερε το προϊόν αυτό που σήμερα δεν διατίθεται παρά το ότι υπάρχει αγοραστικό ενδιαφέρον, αλλά και θα λειτουργούσε ρυθμιστικά στην αγορά για την εξισορρόπηση προσφοράς-ζήτησης του αποξηραμένου δίκταμου. 
 Η εφαρμογή προγράμματος διαχείρισης των φυσικών πληθυσμών του Cistus creticus και ενδεχομένως η καλλιέργειά του στο Μυλοπόταμο για την παραλαβή του «αλαδάνου» μπορεί να αποδώσει σημαντικά, με την προϋπόθεση ότι θα παραχθεί και θα προωθηθεί στη διεθνή αγορά το αιθέριο έλαιο που περιέχεται και το οποίο αποτελεί τον καλύτερο και ακριβότερο σταθεροποιητή (fixateur) αρωμάτων. Παρόμοια δραστηριότητα γίνεται στην Ισπανία με το φυτό Cistus ladanifer, του οποίου το προϊόν είναι ποιοτικά σημαντικά υποδεέστερο του δικού μας. 

 Η καλλιέργεια της φασκομηλιάς θεωρείται ως οικονομικά βιώσιμη, εφ΄ όσον εκμεταλλευθούμε την ποιοτική ποικιλότητα που παρουσιάζει το φυτό στο νησί μας και προσφέρουμε στην αγορά τυποποιημένα και επώνυμα προϊόντα ποιότητας. 
 Η στροφή των καλλιεργητών στα αρωματικά φυτά, την οποία θεωρούμε δεδομένη, λόγω της παρατηρούμενης σήμερα απαξίωσης των παραδοσιακών μας προϊόντων, προσκρούει στην αδυναμία εξεύρεσης πολλαπλασιαστικού υλικού, ενώ ορατός είναι και ο κίνδυνος γενετικής ρύπανσης των φυσικών πληθυσμών της Κρήτης στην περίπτωση που θα χρησιμοποιηθούν σπόροι ποικίλης προέλευσης από τα συσκευαστήρια αρωματικών φυτών που λειτουργούν στο νησί. 

Θεωρούμε επιτακτική την ανάγκη παρέμβασης της Πολιτείας στην παραγωγή πιστοποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού αρωματικών φυτών όχι μόνο για την αποφυγή της γενετικής ρύπανσης αλλά και για την προστασία της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων. Το Εργαστήριο Υδροπονίας-Αρωματικών φυτών του Ινστιτούτου Υποτροπικών & Ελιάς Χανίων (ΕΘΙΑΓΕ) θα μπορούσε ενισχυόμενο οικονομικά να ολοκληρώσει το ερευνητικό του έργο στους φυσικούς πληθυσμούς αρωματικών-φαρμακευτικών φυτών της Κρήτης και να προχωρήσει όχι μόνο στην παραγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού ποιότητας αλλά και στην τεχνική υποστήριξη των καλλιεργητών. 

 του Δρ. Κωνσταντίνου Οικονομάκη αναπληρωτή ερευνητή ΕΘΙΑΓΕ στο Ινστιτούτο Υποτροπικών & Ελιάς Χανίων , Εργαστήριο Υδροπονίας - Αρωματικών φυτών 

Δεν υπάρχουν σχόλια: